Στο δρόμο του Αώου! Μέρος 5ο
(συνέχεια
από Μέχρι
να ανταμώσουμε ξανά!)
21 Οκτωβρίου 2023
Ξημέρωσε η μέρα που θα αρχίζαμε να
γνωρίζουμε τα Μαστοροχώρια. Τι είναι όμως τα Μαστοροχώρια; Μια αναζήτηση στον
ιστό μας λύνει την απορία:
Μαστοροχώρια ονομάζονται είκοσι επτά
οικισμοί στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ιωαννίνων, βορειοανατολικώς της Κόνιτσας. Τα χωριά που αποτελούν τα Μαστοροχώρια βρίσκονται
κυρίως στη λεκάνη που σχηματίζει ο ποταμός Σαραντάπορος
και περιβάλλεται από την οροσειρά του Γράμμου, του Σμόλικα, της Τύμφης
(Γκαμήλας) και της Νεμέρτσικας (Δούσκο). Πήραν αυτό το όνομα γιατί πολλοί κάτοικοι ήταν μάστορες
της πέτρας, γνωστοί και ως «κουδαραίοι», έκτιζαν κυρίως πέτρινα γεφύρια,
εκκλησίες, δημόσια κτήρια, κατοικίες σε ολόκληρη την Ελλάδα, τη Βαλκανική αλλά και
κάποιες μακρινές χώρες όπως η Αιθιοπία,
το Ιράν και η Αμερική. Εργάζονταν σε ομάδες, τις επονομαζόμενες «παρέες» ή
«μπουλούκια», ως επί το πλείστον μακριά από τον τόπο τους, απουσιάζοντας για
πολλούς μήνες κάθε χρόνο από τα χωριά τους. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ήταν
η συντεχνιακή τους διάλεκτος, τα λεγόμενα
«κουδαρίτικα», την οποία μόνο αυτοί γνώριζαν και με την οποία συνεννοούνταν
ελεύθερα χωρίς να τους καταλαβαίνουν οι εκάστοτε εργοδότες. Κάποιων χωριών οι
κάτοικοι ασχολούνταν με μεγάλη επιτυχία με άλλες μορφές τέχνης, όπως η
ζωγραφική και αγιογραφία (από το χωριό Χιονιάδες) ή ξυλογλυπτική (ταλιαδούροι
από το χωριό Γοργοπόταμος ή Τούρνοβο)
Ο
Σαραντάπορος πάλι είναι ποταμός της
Ηπείρου και της Μακεδονίας με συνολικό μήκος 50χλμ. Πηγάζει από το όρος Μαύρη
Πέτρα, σε υψόμετρο 1.500 μέτρων, της οροσειράς του Γράμμου και ενώνεται με τον
ποταμό Αώο κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, πριν αυτός μπει στην Αλβανία, στο
δρόμο του για την Αδριατική.
Για εκεί ξεκινήσαμε εκείνη τη μέρα.
Πριν όμως πήγαμε με το αυτοκίνητο μέχρι το γεφύρι της Κόνιτσας, που βρίσκεται στην έξοδο της χαράδρας του Αώου και φτιάχτηκε το 1869. Είναι τεράστιο με πάνω από 35μ άνοιγμα και σχεδόν 20μ ύψος.
Στην απέναντι μεριά αφήνεις το αυτοκίνητο για να περπατήσεις το παραποτάμιο μονοπάτι που οδηγεί στη Μονή Στομίου, μέσα στη χαράδρα.
Μετά τη γέφυρα το ποτάμι, ελεύθερο πια, απλώνεται στον κάμπο μπροστά του.
Μετά τις γνώριμες από παλιότερα
εικόνες, μπήκαμε και πάλι στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο Ιωαννίνων-Κοζάνης.
Σε ένα σημείο σταματήσαμε για τη θέα και 14χμ μετά κάναμε τη 3η μικρή στάση
για να δούμε το πέτρινο γεφύρι του Κρυονερίου, του τέλους του 19ου αι, που όμως δύσκολα φαίνεται αν και είναι δίπλα στο δρόμο και λίγα μέτρα από παλιό χάνι του Βέργου (ή χάνι Κουλιούς).
Ξανά στο αυτοκίνητο, περάσαμε τον Σαραντάπορο
και λίγα χιλιόμετρα μετά φτάσαμε στην Πυρσόγιαννη.
Η Πυρσόγιαννη,
με τις λίγο παραπάνω από 120 ψυχές, χτισμένη σε υψόμετρο 860μ, είναι ίσως το
πιο γνωστό από τα Μαστοροχώρια. Άλλωστε ήταν και η έδρα τους όταν αυτά
αποτελούσαν ξεχωριστό δήμο (σήμερα ανήκουν στο Δήμο Κόνιτσας).
Από αυτό κατάγονταν περίφημοι «πελεκάνοι» (πελεκητές της πέτρας), κάτι που είναι περισσότερο από εμφανές, μιας και ολόκληρο το χωριό είναι από πέτρα.
Ψηλά, στον πάνω μαχαλά στέκει μεγαλοπρεπής ο ναός του Αγίου Γεωργίου, του 1904,
ενώ λίγα μέτρα από την όμορφη πλατεία είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου, του 1772
με το καμπαναριό του 1960, δυστυχώς όπως το περίμενα κλειστός.
Έτσι περιοριστήκαμε στις υπέροχες λεπτομέρειες του εξωτερικού του. Γυρίσαμε στην πλατεία και κάτσαμε για ένα αναψυκτικό. Ήταν Σάββατο και είχε έρθει ένα γκρουπ με αποτέλεσμα να γίνεται λίγο χαμός και η μόνη λύση ήταν η αυτοεξυπηρέτηση.
Ήπιαμε το αναψυκτικό μας και
σηκωθήκαμε να συνεχίσουμε. Επόμενος προορισμός η Βούρμπιανη
Λίγο έξω από την Πυρσόγιαννη, σε μια στροφή στέκει ένα όμορφο πέτρινο εκκλησάκι. Είναι ο Άγιος Παντελεήμωνας
και από εκεί η θέα προς τον Σαραντάπορο είναι καθηλωτική.
Σε λίγο φάνηκε η Βούρμπιανη.
Σταματήσαμε στην πλατεία
με τη βρύση και κάναμε μια μικρή βόλτα.
Μέχρι το Ναό της Κοιμήσεως
και μέχρι το δίπατο,
πέτρινο σχολαρχείο, που λειτούργησε από τα τέλη του 19ου αι μέχρι το 1986. Το χωριό έχει λίγους κατοίκους (περίπου 70) και είναι χτισμένο περίπου στα 900μ υψόμετρο.
Το επόμενο χωριό ήταν το Ασημοχώρι (πρώην Λεσκάτσι). Χτισμένο
στα 970μ υψόμετρο έχει περίπου 40 κάτοικους.
Κάναμε μια στάση στη μικρή πλατεία
με το παλιό δημοτικό σχολείο των αρχών του 20ου αι
και από κάτω του την κεντρική βρύση του χωριού.
Επόμενος προορισμός οι Χιονιάδες, το χωριό των Χιονιαδιτών ζωγράφων, που ζωγράφισαν ναούς και αρχοντικά σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Άγιο Όρος, αλλά και στις γειτονικές χώρες κατά τη διάρκεια κυρίως των 18ου και 19ου αι. (περισσότερα εδώ)
Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 1150μ
και έχει γύρω στους 40 κάτοικους.
Λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό, στη θέση Παρασπόρι υπάρχει ένα μονότοξο πέτρινο γεφύρι του 1800, που έχει όμως μια ιδιομορφία. Τη δεκαετία του 1910 η κοίτη του ρέματος που γεφυρώνει χάνει τα νερά της, που παραμερίζουν λίγο πιο αριστερά. Έτσι η καμάρα γίνεται ένα ξερογέφυρο και φτιάχνεται ξύλινη προέκταση για να γεφυρώσει τη νέα θέση του ρέματος. Προσωπικά πρώτη φορά είδα κάτι τέτοιο.
Είναι μια εικόνα τόσο παράξενη, όσο και εντυπωσιακή.
Μπήκαμε στο χωριό και κάναμε στάση
έξω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Όχι μόνο ήταν κλειστή,
αλλά είχε και σιδερένια καγκελόπορτα που έκλεινε τις καμάρες στο εξωτερικό της και το χειρότερο, όταν πλησίασα άρχισε να ουρλιάζει ένας συναγερμός άλλο πράγμα. Περιττό να πω πως δεν φάνηκε ψυχή γενικά και ούτε εκείνη τη στιγμή. Προφανώς όσοι ζουν στο χωριό θα είναι συνηθισμένοι στην «ευαισθησία» του συναγερμού τους και δεν ιδρώνει το αυτί τους.
Βγάλαμε μερικές φωτογραφίες και συνεχίσαμε για το επόμενο χωριό.
Στον άξονα που κινούμασταν προς τα βόρεια, το τελευταίο χωριό και ίσως αυτό που είναι πιο κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα είναι το Πληκάτι. Χτισμένο στα 1240μ υψόμετρο στις πλαγιές του Γράμμου και με περίπου 70 κατοίκους (μάλλον ικανοποιητικός αριθμός για τα δεδομένα της περιοχής), έλκει μάλλον την ονομασία του από το «πελεκάτι», λόγω των πολλών μαστόρων της πέτρας που είχε κάποτε.
Γύρω είναι δασωμένα
αλλά και γυμνά βουνά.
Στην πλατεία του χωριού κάναμε μια στάση μήπως βρούμε κάποιο μαγαζί για να τσιμπήσουμε κάτι. Γύρω ξεραίνονταν φασόλια απλωμένα σε πανιά κάτω από το κοινοτικό γραφείο-ιατρείο. Φυσικά δεν υπήρχε μαγαζί και σκεφτήκαμε τις πινακίδες που είχαμε δει για κάποιο ξενοδοχείο-εστιατόριο. Μια κυρία που περνούσε μας βεβαίωσε πως είναι το μόνο της περιοχής και ναι, είναι ανοικτό.
1,5χμ βορειότερα φτάσαμε.
Κάτσαμε, φάγαμε πολύ νόστιμα, ήπιαμε καφέ συνοδεία γλυκού του κουταλιού, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αλλά δεν είχαμε τελειώσει. Είχαμε προγραμματίσει να πάμε κι αλλού.
Φτάσαμε στο Πληκάτι και λίγο μετά
κάναμε αριστερά σε μια καταπράσινη διαδρομή.
Φτάσαμε στο χωριό Γοργοπόταμος (πρώην Τούρνοβο), το χωριό που ήταν πολύ γνωστό για τους «ταλιαδούρους», τους ξυλογλύπτες που κόσμησαν με τα καλλιτεχνήματά τους ναούς και αρχοντικά σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Βόρεια Ήπειρο, Βουλγαρία κ.ά.
Σταματήσαμε στην πλατεία
με το παλιό σχολείο,
τον Άγιο Νικόλαο
και τις γύρω όμορφες εικόνες.
Στη συνέχεια περάσαμε από Βούρμπιανη και Πυρσόγιαννη και βγήκαμε στο δρόμο για την Κόνιτσα.
Περίπου 13χμ πριν την Κόνιτσα κάναμε
αριστερά και γύρω στα 4χμ μετά από μια ανηφορική διαδρομή
φτάσαμε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα.
Σε 850μ υψόμετρο, πάνω σε ένα απότομο βράχο στέκει το μοναστήρι από τις αρχές του 19ου αι.
Στην κορυφή είναι το εκκλησάκι (κλειστό βέβαια)
και από εκεί η θέα είναι μοναδική.
Μια τελευταία ματιά από κάτω στην «αετοφωλιά» και συνεχίζουμε για περίπου άλλα 4χμ
μέχρι το χωριό Νικάνωρας ή Νικάνορας (πρώην Κορτίνιστα),
που είναι χτισμένο στα 720μ και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή έχει 25 κάτοικους.
Πίσω στο αυτοκίνητο, αλλά πριν πάμε
στο ξενοδοχείο μας, μπήκαμε στο κέντρο της Κόνιτσας για να τη δούμε λίγο
καλύτερα, μιας και είχε ακόμα φως.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο κάτω από
την πλατεία με τα τραπεζάκια των μαγαζιών και το εντυπωσιακό άγαλμα μιας Ηπειρώτισσας.
Περάσαμε από το όμορφο Δημαρχείο
και δίπλα του το παλιό δημαρχείο, που σήμερα στεγάζει την Πινακοθήκη του Δήμου
και κατεβήκαμε στη Βορείου Ηπείρου, ένα μικρό δρόμο, την παλιά αγορά της πόλης, πολύ γραφικό.
Εκεί που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο είναι ένα κτίριο με διάφορα μαγαζιά, αλλά και δημοτικές υπηρεσίες. Το κτίριο αυτό καταλήγει σε μια βεράντα όπου βγάζει τα τραπεζάκια του ένα καφέ.
Το σημείο αυτό είναι ένα από τα πιο ωραία για θέα στην πεδιάδα και τον Αώο.
Με αυτή την ανεπανάληπτη θέα τελείωσε
η υπέροχη μέρα μας.
Πήραμε σουβλάκια και γυρίσαμε στο
δωμάτιο. Ήταν μια μέρα ξεχωριστή. Είδαμε τόπους και χωριά υπέροχα, αλλά
δυστυχώς χωρίς ανθρώπους, σχεδόν έρημα. Αυτό ήταν το άσχημο και η μόνη λύση φαίνεται
να είναι η τουριστική ανάπτυξη, κάτι όχι και τόσο εύκολο και που ενέχει τον
κίνδυνο της υπερβολής και κατά συνέπεια της αλλοίωσης αυτής της ομορφιάς. Αλλά ας
είμαστε αισιόδοξοι. Άλλωστε οι ομορφάδες που είχαμε απολαύσει εκείνη τη μέρα
βοηθάνε για αισιόδοξες σκέψεις και γλυκά όνειρα.
Το ταξίδι της ημέρας
(το ταξίδι συνεχίζεται )
θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά
σας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου