Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Η τέχνη "πήρε τα βουνά"!

Ταξίδι στα Τζουμέρκα, ημέρα 2η

(συνέχεια από Το ξαναγεννημένο γεφύρι και οι δίδυμοι καταρράκτες!)

 

19 Οκτωβρίου 2021


Πολύ κοντά στο Κωστήτσι , το χωριό που μέναμε είναι ένα άλλο χωριό των Κατσανοχωρίων, το Ελληνικό, όπου το 1942 γεννήθηκε ο Θεόδωρος Παπαγιάννης, ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες των τελευταίων δεκαετιών στον τόπο μας. Ο καταξιωμένος αυτός καλλιτέχνης και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όχι μόνο δεν ξέχασε τον τόπο που τον γέννησε, αλλά τον τιμά με τη συνεχή παρουσία του, φυσική και καλλιτεχνική. Και εξηγούμαι.


Το σχολείο του χωριού είναι ένα πολύ όμορφο πέτρινο κτίριο, που χρησιμοποιείται ένα μέρος του από τους ολιγάριθμους μαθητές του χωριού για να κάνουν τα μαθήματα τους.

Στο υπόλοιπο, το μεγαλύτερο μέρος του, στεγάζεται το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θ. Παπαγιάννης».

Το μουσείο αυτό, εδώ και χρόνια ήταν ένα κίνητρο για μένα, μεταξύ άλλων για το ταξίδι μας στα Τζουμέρκα.


Εκείνο το πρωί, κοιτώντας από το παράθυρο είχαμε την αίσθηση πως ήμασταν πολύ κοντά σε λίμνη. Φυσικά δεν υπάρχει λίμνη εκεί κοντά.

Ήταν η ομίχλη που είχε κατέβει πάνω από το ποτάμι, αλλά πολύ χαμηλά, επιτρέποντας την απρόσκοπτη θέα προς τα βουνά.

Μετά το πρωινό, η δεύτερη μέρα στα Τζουμέρκα ξεκίνησε με επίσκεψη στο Ελληνικό.



Γύρω στα 7,5χμ και φτάνουμε στη διασταύρωση-κυκλικό κόμβο, που δεξιά πάει για Ελληνικό. Εκεί έχουμε την πρώτη ευχάριστη, καλλιτεχνική έκπληξη.

Στον κόμβο και γύρω από αυτόν είναι μια σειρά από μεγάλα γλυπτά, του Παπαγιάννη και άλλων καλλιτεχνών.

Κάποια από αυτά, όπως και αρκετά ακόμα που θα βλέπαμε στη συνέχεια, είναι φτιαγμένα από ανακυκλώσιμα υλικά, κυρίως παλιοσίδερα (τα θέματα του φυσικού περιβάλλοντος πάντα απασχολούσαν τον καλλιτέχνη).

Κυρίαρχο είναι το γλυπτό-σήμα κατατεθέν του Μουσείου, έργο του Παπαγιάννη. Αφού χαζέψαμε και βγάλαμε τις φωτογραφίες μας, πήραμε το δρόμο που πάει στο χωριό. Με μήκος κάτι λιγότερο από 2χμ. έχει δεξιά και αριστερά γλυπτά από διάφορα υλικά

του Παπαγιάνη,

του Σπ. Λισγάρα,

του Β. Βασίλη και διαφόρων άλλων καλλιτεχνών,

Ελλήνων

και ξένων,

καθώς και εγκαταστάσεις-συνθέσεις με υλικό τοπικές πέτρες, «λαξευμένες» από τη φύση, είτε αυτούσιες, είτε εν μέρει επεξεργασμένες, κάτι που θα βλέπαμε και στη συνέχεια.

Και έτσι, με συνεχείς εικόνες τέχνης φτάσαμε στο χωριό

και μπήκαμε στο προαύλιο του σχολείου.

Όλο το προαύλιο είναι ένα μεγάλο πάρκο γλυπτικής. Πάνω από 30 γλυπτά είναι διάσπαρτα στο χώρο.

Γλυπτά, όχι μόνο του Παπαγιάννη,

αλλά και άλλων καλλιτεχνών.

Εδώ να πούμε πως γίνεται και τόσα γλυπτά, τόσων και διαφορετικών καλλιτεχνών να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο σε ένα χωριό της Ηπείρου, στο «πουθενά». Η απάντηση ακούει στο όνομα Συμπόσια Γλυπτικής του Ελληνικού και στον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από αυτά, που βέβαια δεν είναι άλλος από τον Θ. Παπαγιάννη. Ξεκίνησαν το 2008, πριν την έναρξη λειτουργίας του Μουσείου και συνεχίζονται αδιάλειπτα. Τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές βρίσκεται σε εξέλιξη το 13ο Συμπόσιο Γλυπτικής του Ελληνικού-Αύγουστος 2023.

Αφού περιεργαστήκαμε τα γλυπτά του εξωτερικού χώρου, προχωρήσαμε να δούμε και το μουσείο. Ένα χαρτί στην πόρτα μας ενημέρωνε πως εκτάκτως τη μέρα εκείνη ήταν κλειστό. Τι απογοήτευση! Τουλάχιστον είχαμε δει (και θα συνεχίζαμε να βλέπουμε) τόσα έργα στο ύπαιθρο. Αν είχαμε καιρό θα ξαναερχόμασταν (όπως και έγινε δύο μέρες μετά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το επόμενο αξιοθέατο, που είχαμε στη λίστα για επίσκεψη. Το μοναστήρι της Τσούκας

Μέχρι να φτάσουμε στο μοναστήρι, που απέχει περίπου 2,5χμ από το χωριό,

είδαμε και άλλα γλυπτά κατά μήκος της διαδρομής.

Έτσι έχει δημιουργηθεί μια διαδρομή περίπου 5χμ συνολικά,

μια διαδρομή της γλυπτικής, μια διαδρομή της σύγχρονης τέχνης, πάνω στα Ηπειρώτικα βουνά, κάτι μοναδικό για την Ελλάδα και ίσως και παγκοσμίως (πλούσιο φωτογραφικό υλικό και πληροφορίες για τους καλλιτέχνες και τα έργα τους εδώ).

Φτάσαμε, αφήσαμε το αυτοκίνητο και μπήκαμε στο μοναστήρι, το οποίο είναι μερικώς προσβάσιμο σε άτομα με κινητικά προβλήματα.

Όλο από πέτρα είναι υπέροχο έξω

και μέσα.

Η Μονή Τσούκας, αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου βρίσκεται στον ομώνυμο λόφο, σε υψόμετρο 760 μέτρων.

Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε στα 1190 από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’ Άγγελο, καταστράφηκε το 1736 και ανακαινίσθηκε το 1779.

Στην αυλή εντύπωση κάνει η δεξαμενή με τον όγκο της,

το καθολικό

και τα σκόρπια, εδώ κι εκεί λιθανάγλυφα.

Μπήκαμε στο ναό,

που εκτός από το όμορφο τέμπλο

είναι γεμάτος τοιχογραφίες.

Στο πίσω μέρος το μοναστήρι βλέπει σε ένα γκρεμό, προς τα άγρια Ηπειρώτικα βουνά και την κοιλάδα του Άραχθου στο βάθος.

Φύγαμε, περάσαμε από το Ελληνικό και στη διασταύρωση πήραμε το δρόμο για τα Γιάννινα.  

10χμ μετά, στο Κουτσελιό, στρίψαμε δεξιά, με προορισμό το χωριό Χουλιαράδες, περίπου 20χμ από εκεί. 20χμ αλλά τι χιλιόμετρα. Από τις περισσότερες στροφές-φουρκέτες που έχω οδηγήσει ποτέ μου. Αλλά και τοπία μοναδικά.

Λίγα χιλιόμετρα μετά το Κουτσελιό προσεγγίζουμε το «Εθνικό πάρκο Τζουμέρκων Περιστερίου και Χαράδρας Άραχθου» και αρχίζει ένα ατέλειωτο ζιγκ-ζαγκ

για να κατέβουμε στο βάθος της χαράδρας και να περάσουμε τον Άραχθο από τη Γέφυρα Τσίμοβου. Εκεί κάποτε υπήρχε πέτρινο γεφύρι, που όμως έχει καταρρεύσει. Το 1946 κατασκευάστηκε τσιμεντένια γέφυρα, που και αυτή έχει καταστραφεί. Σήμερα η κυκλοφορία γίνεται από νεώτερη γέφυρα.

Τα ερείπια της προηγούμενης στέκουν εντυπωσιακά και πολύ επικίνδυνα.

Μετά τη στάση και τις φωτογραφίες στη γέφυρα, ξανά ατέλειωτα ζιγκ-ζαγκ που ανεβαίνουν από τον πάτο της χαράδρας. Κάπου εκεί, παραμονές Χριστουγέννων του 1958 ένα λεωφορείο έπεσε στον γκρεμό και 29 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Μαύρα Χριστούγεννα για τα Τζουμέρκα, την Ήπειρο και την Ελλάδα όλη.

Οι ατέλειωτες φουρκέτες συνεχίζονται μέχρι τον οικισμό του Κέδρου. Από εκεί κάπως εξομαλύνεται η κατάσταση και λίγα χιλιόμετρα μετά μπήκαμε στους Χουλιαράδες.

Όμορφο, πέτρινο χωριό

με εντυπωσιακή πλατεία, χτισμένο στα 1050μ υψόμετρο.

Στην άκρη της πλατείας, σε υπερυψωμένο σημείο, μέσα στο πράσινο, στέκει η πετρόκτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, του 1745.

Είναι αρκετά τα σκαλιά που πρέπει να ανέβεις μέχρις εκεί.

Δυστυχώς η εκκλησία ήταν κλειστή,

αλλά τουλάχιστον ο περίβολος ανοικτός και πολύ όμορφος.

Μια ξυλόγλυπτη πόρτα,

κάτω από το εντυπωσιακό καμπαναριό,

οδηγεί σε αυτόν.

Όσο η Σοφία περίμενε στο αυτοκίνητο ανέβηκα και «τρύγησα» υπέροχες εικόνες.

Στο καφενείο της πλατείας ρωτήσαμε για φαγητό, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική. Ο πολύ ευγενικός ιδιοκτήτης μας φιλοδώρησε με έντυπα για την περιοχή, πολύ χρήσιμα για το υπόλοιπο του ταξιδιού μας.

Ξανά στο αυτοκίνητο και πάμε νοτιοανατολικά για το κεφαλοχώρι και έδρα του Δήμου Βόρειων Τζουμέρκων, τα Πράμαντα ή την Πράμαντα, όπως λένε οι ντόπιοι.


Για να φτάσουμε μέχρις εκεί έπρεπε ξανά να κατέβουμε με πολλές φουρκέτες

μέχρι τη γέφυρα Γκόγκου (τη νεώτερη, γιατί η παλιά κρεμαστή είναι σε κακή κατάσταση και δεν την είδαμε, λόγω της πυκνής βλάστησης), που επιτρέπει το πέρασμα του Καλαρρύτικου, παραπόταμου του Άραχθου. Και βέβαια μετά ξανά φουρκέτες για να ανέβουμε και να φτάσουμε στον προορισμό μας, που βρίσκεται σε υψόμετρο 828μ, μετά από 24χμ από τους Χουλιαράδες.


Όμορφο, μεγάλο χωριό, χωρισμένο από 3 ρέματα σε μαχαλάδες.

Μπήκαμε στο χωριό και κατευθυνθήκαμε προς την κεντρική πλατεία της Αγ. Παρασκευής,

όπου δεσπόζει η ομώνυμη εκκλησία τους τέλους του 19ου αι-αρχών του 20ου,

που παραδόξως ήταν ανοικτή και έκανα μια επίσκεψη, το Δημαρχείο και άλλα όμορφα κτίρια.

Λίγα μέτρα πριν από την πλατεία αυτή είναι άλλη μια μικρότερη

με μια πέτρινη βρύση

και κάποια γλυπτά.

Και σε αυτό το χωριό η καλλιτεχνική παρουσία του Θ. Παπαγιάννη είναι πολύ έντονη.

Μπροστά από την εκκλησία στέκει επιβλητικός ο τεράστιος πλάτανος και πιο εκεί το πυραμιδοειδές μνημείο.

Εκεί και η βρύση του Αράπη (1887)

και το μνημείο στη γυναίκα της Πράμαντας (2003).

Και φυσικά η παρουσία των βουνών είναι έντονη με τη μεγαλοπρέπειά τους.

Κάπου εκεί κάτσαμε σε ένα εστιατόριο της πλατείας και φάγαμε πολύ νόστιμο φαγητό.

Απογευματάκι ξεκινήσαμε για να γυρίσουμε στο δωμάτιό μας. Από άλλο δρόμο αυτή τη φορά.

24χμ προς τα δυτικά με άλλον ένα δρόμο γεμάτο φουρκέτες κατεβήκαμε και πάλι στη χαράδρα του Άραχθου, πιο νότια αυτή τη φορά.

Εκεί στέκει με τα 4 τόξα του το υπέροχο πέτρινο γεφύρι της Πολιτσάς, που ένωνε τα χωριά των Βόρειων και ανατολικών Τζουμέρκων με τα Γιάννινα, μέσω των Κατσανοχωρίων Σήμερα το σκοπό αυτό εξυπηρετεί η νέα τσιμεντένια γέφυρα, που βρίσκεται δίπλα στο παλιό γεφύρι, σχεδόν εφάπτεται με αυτό.

Το γεφύρι είναι πολύ όμορφο και το τοπίο συγκλονιστικό. Η συνύπαρξη μόνο των δύο γεφυρών λίγο παράταιρη αλλά έτσι είναι η ζωή.

Πάλι καλά που το παλιό στέκει γερό στη θέση του.

Άλλα 7,5χμ, τα περισσότερα με φουρκέτες και φτάσαμε στο ξενοδοχείο.

Η μέρα μας τελείωσε με υπέροχο φαγητό,

δίπλα στο τζάκι

και με μια άγνωστη σε εμάς, αλλά πολύ καλή τοπική μπύρα. 

Καλή συνέχεια!

 

Η διαδρομή της 2ης μέρας

 

(το ταξίδι συνεχίζεται Στο βασίλειο της πέτρας!)

θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλια σας

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...