Κρήτη μου, όμορφο νησί, κλειδί του Παραδείσου! Μέρος 8ο
(Συνέχεια από Στη «Χώρα των φαραγγιών»! μέρος 2ο)
7-11 Ιουλίου 2017
Ήταν η 1η μέρα μιας άνοιξης πολλά-πολλά χρόνια πριν, που αντίκρισα για πρώτη φορά τον μάταιο τούτο κόσμο στα Χανιά. Στην κρητική γη έζησα μόνο τους πρώτους έξι μήνες της ζωής μου. Η Αθήνα ήταν αυτή που με μεγάλωσε και αυτή είναι η πραγματική μου πατρίδα. Από την άλλη και οι δύο γονείς μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε δύο ορεινά χωριά της επαρχίας Σελίνου των Χανίων. Κάποια από τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής μου τα πέρασα σε αυτά τα χωριά, κάτι που εκτός από την κληρονομικότητα και τον «κρητικό» τρόπο, που με μεγάλωσαν οι γονείς μου, συνέβαλλε στο να αισθάνομαι αρκετά έντονα «Κρητικός».
Όπως έγραψα και στο 1ο μέρος αυτού του ταξιδιωτικού, σκοπός αυτού του ταξιδιού, εκτός από το καθαρά ταξιδιωτικό του μέρος, ήταν και να συναντήσω φίλους και συγγενείς και να κάνω ένα «προσκύνημα» στα πάτρια εδάφη. Αυτό το σκοπό είχα προγραμματίσει να εκπληρώσω στο τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού μας στην περιοχή της πόλης των Χανίων και από εκεί να πάρουμε και το καράβι της επιστροφής.
Βγαίνοντας
από τα Σφακιά και μιας και το μεσημέρι πλησίαζε είπαμε να σταματήσουμε για
φαγητό στο «παραμυθένιο» χωριό, που ακούει στο όνομά Βρύσες.
Όνομα και πράμα.
Νερά που κυλάνε σχηματίζοντας μικρές λιμνούλες και ποταμάκια
με όμορφα γεφυράκια
και πολλά πλατάνια, που προσφέρουν σκιά και υπέροχη δροσιά. Το φαγητό ήταν πολύ καλό, που σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν ακόμα πιο νόστιμο.
Ξεμεσημεριάσαμε
στις δροσιές και ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο μας. Περάσαμε έξω από τα Χανιά
και κινηθήκαμε για καμιά 20αριά χμ δυτικά μέχρι το Μάλεμε. Βρήκαμε το
ξενοδοχείο, πήραμε το δωμάτιό μας και πέσαμε να ξεκουραστούμε.
Προχωρημένο απόγευμα βγήκαμε να πάμε στο Κολυμπάρι. Βρίσκεται ακόμα πιο δυτικά (περίπου 8χμ από το Μάλεμε)
και έχει πολλές ταβέρνες πάνω στο κύμα.
Το μελτέμι είχε «αγριέψει» το Κρητικό πέλαγος για τα καλά, προσφέροντας εντυπωσιακές εικόνες
και το φεγγάρι αρκετά γεμάτο (σε 2 μέρες θα είχε πανσέληνο), τις έκανε ακόμα εντυπωσιακότερες.
Φάγαμε
τα ψαράκια μας και βράδυ πια, αφού κάναμε με το αυτοκίνητο μια μεγάλη βόλτα στο
νυχτερινό χωριό, γυρίσαμε στο δωμάτιό μας.
Το
πρωί κατέβηκα στην παραλία για μερικές «φουρτουνιασμένες» φωτογραφίες
με το νησάκι των Αγίων Θεοδώρων ανοικτά της Αγίας Μαρίνας.
Το
πρωινό κύλησε με άραγμα. Το μεσημέρι θα πηγαίναμε στις Μουρνιές, στην αδερφή της
μητέρας μου, που ήταν μεγάλη και αρκετά άρρωστη. Ήταν εκεί και ο θείος μου και
ο ξάδερφός μου. Είχαν ετοιμάσει και κάτσαμε όλοι μαζί να φάμε. Είπαμε τα νέα μας
και μετά τον απογευματινό καφέ φύγαμε για το δωμάτιό μας. Ήταν και η τελευταία
φορά που είδα τη θεία μου, μιας και μας άφησε λίγο καιρό μετά.
Το
βράδυ κατεβήκαμε για μια βόλτα στο παλιό λιμάνι των Χανίων. Αφήσαμε το
αυτοκίνητο και με τα πόδια το κόψαμε προς τα εκεί.
Όλη η περιοχή πολύ τουριστική και αν και ήμασταν στις πρώτες μέρες του Ιουλίου είχε πολύ κόσμο.
Περάσαμε τις Βυζαντινές Οχυρώσεις,
κάποια «μαχαιράδικα», που εκτός από μαχαίρια έχουν και άλλα πολλά,
όπως τις χαρακτηριστικές «κατσούνες», τα κρητικά μπαστούνια των βοσκών και πριν βγούμε στο λιμάνι είπαμε να κάτσουμε να φάμε μια πίτσα. Ότι χειρότερο σε πίτσα έχω φάει στη ζωή μου!!
Συνεχίζοντας βγήκαμε δίπλα στο τζαμί του Κιουτσούκ Χασάν ή Γιαλί Τζαμί (τζαμί του γιαλού), όπως είναι γνωστό, του 17ου αι.
Σήμερα χρησιμοποιείται για διάφορες εκδηλώσεις,
όπως την έκθεση που είχε εκείνη τη μέρα.
Μπήκα να ρίξω μια ματιά και να βγάλω μερικές φωτογραφίες
από το ενδιαφέρον εσωτερικό του.
Τα νερά στο λιμάνι ήταν σχετικά ήσυχα, επιτρέποντας την αντανάκλαση και συνεπώς τις όμορφες εικόνες. Έβγαλα λίγες φωτογραφίες, μεταξύ τους και μία του φάρου (θεώρησα πως είναι αρκετή), που τελικά δεν βλέπεται. Τη γκαντεμιά μου μέσα!
Γυρνώντας προς το αυτοκίνητο περάσαμε από την πλατεία Πατριάρχου Αθηναγόρα
με το Μητροπολιτικό Ναό της πόλης, την Τριμάρτυρη εκκλησία των Εισοδίων (κεντρικό κλίτος), Τριών Ιεραρχών και Αγ. Νικολάου (στα άλλα δύο). Κτίστηκε το 1860 στη θέση παλαιότερης Ενετικής, που οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε σαπωνοποιείο.
Την
Τρίτη μέρα στην περιοχή των Χανίων είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε τη
βόλτα-προσκύνημα στα χωριά των γονιών μου στο Σέλινο.
Σέλινο
είναι η νοτιοδυτική μεριά του νομού Χανίων, δυτικά των Λευκών Ορέων, που φτάνει
μέχρι το Λιβυκό πέλαγος. Έχει μεγάλη ιστορία και αυτό το βλέπουμε γιατί στο
έδαφος του συναντάμε αρχαιολογικούς χώρους και πολλά μεσαιωνικά μνημεία.
Ξεκινήσαμε από το ξενοδοχείο με κατεύθυνση προς τα νότια και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε τα βουνά του νομού Χανίων.
Περάσαμε από τα Νέα Ρούματα και τον Πρασέ και φτάσαμε στη θέση «Πέτρα Σελί», απ’ όπου ουσιαστικά αρχίζει το Σέλινο, ενώ υπάρχει διασταύρωση που πάει αριστερά στο Οροπέδιο του Ομαλού.
Από εκεί ο δρόμος πιάνει να κατηφορίζει μέχρι να συναντήσει το πρώτο χωριό, που είναι η Αγία Ειρήνη, το χωριό του πατέρα μου, που βρίσκεται περίπου 43χμ από τα Χανιά, σε υψόμετρο περίπου 700μ. Πόσες θύμισες! Εικόνες οικείες από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, από ανέμελα καλοκαίρια.
https://www.youtube.com/watch?v=QMopnsIPcQ8
Περάσαμε
το Μεσοχώρι, την κεντρική συνοικία του χωριού και φτάσαμε μέχρι τη νοτιότερη,
τα Πενταριανά, όπου βρίσκεται η είσοδος του Φαραγγιού της Αγίας Ειρήνης, του
δεύτερου σε επισκεψιμότητα, μετά τη Σαμαριά, στη δυτική Κρήτη. Κάναμε αναστροφή
και γυρίσαμε. Στο καφενείο-βενζινάδικο στρίψαμε δεξιά στο Μεσοχώρι.
Περάσαμε από το σχολείο, που σήμερα στεγάζει ένα ιστορικό-λαογραφικό μουσείο,
την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου
και φτάσαμε μπροστά στο μισοερειπωμένο σπίτι του παππού μου. Μέχρι τώρα δεν είχαμε συναντήσει ψυχή. Άλλωστε το χωριό έχει ελάχιστους κατοίκους. Μόλις όμως σταματήσαμε βγήκε από το διπλανό σπίτι ο Α., δεύτερος ξάδερφός μου. Ανακαινίζει το πατρικό του και έτσι τον βρήκαμε στο χωριό. Είπαμε πολλά, νέα και παλιά, μας ξενάγησε στο σπίτι που ανακαινίζει και κατεβήκαμε στο υπόγειο,
που είναι γεμάτο νυχτερίδες, που μας κοίταζαν φανερά ενοχλημένες
και όπου διατηρεί τον παλιό ξυλόφουρνο.
Αφού τα είπαμε πήγα δίπλα να δω κάποιους άλλους, αγαπητούς γείτονες. Ο Γ. χρόνια κατάκοιτος και η Β. ηλικιωμένη πια και πολύ ταλαιπωρημένη, συγκινήθηκαν που με είδαν. Το ίδιο συγκινήθηκα κι εγώ.
Είχε
έρθει όμως η ώρα να συνεχίσουμε.
Επόμενη στάση πάνω από τη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ευτυχίου στα Τσισκιανά. Ο άγιος αυτός είναι κάτι στα προστάτης άγιος τους Σελίνου. Έχω την αίσθηση πως δεν υπάρχει Σελινιώτικο σπίτι χωρίς Ευτύχη ή Ευτυχία ή και τα δύο. Εγώ έχω αδερφό Ευτύχη.
Συνεχίσαμε, περάσαμε έξω από το χωριό Καμπανός και κάναμε δεξιά για τη Σκάφη, το χωριό της μητέρας μου, που βρίσκεται στα 550μ περίπου υψόμετρο και 53χμ από τα Χανιά.
Είναι αρκετά μεγαλύτερο από την Αγία Ειρήνη, αλλά εγώ δεν έχω πολλές μνήμες από εκεί. Πηγαίναμε μόνο να δούμε τον παππού και τη γιαγιά, όταν ήμασταν στην Αγία Ειρήνη.
Κάναμε
μια βόλτα αλλά δεν είδαμε ούτε εδώ ψυχή και έτσι δεν σταματήσαμε
αλλά συνεχίσαμε.
Περάσαμε
διάφορα χωριά,
όπως τα Τεμένια
και
φτάσαμε στην πρωτεύουσα του Σελίνου και Ιστορική πρωτεύουσα του σύγχρονου Δήμου
Καντάνου-Σελίνου, τη Μαρτυρική Κάντανο (η έδρα του δήμου είναι η Παλαιόχωρα).
Η
Κάντανος ή Κάνδανος έχει συνεχή
παρουσία από τον 11ο π.Χ. αι. και βίωσε εποχές ακμής και παρακμής.
Έχει κάτι λιγότερο από 500 κατοίκους και απέχει περίπου 54χμ από τα Χανιά.
Στη
διάρκεια του Β΄Π.Π. και αμέσως μετά την ηρωική Μάχη της Κρήτης (20/5-1/6/1941)
οι
Καντανιώτες αποφάσισαν να αντισταθούν στην προέλαση των Γερμανών παρότι οι
συσχετισμού δυνάμεων δεν το επέτρεπαν. Η πρώτη μάχη έγινε στα Φλώρια όπου οι
Καντανιώτες και κάτοικοι των γειτονικών χωριών εξουδετέρωσαν τη Γερμανική
εμπροσθοφυλακή και πήραν ως λάφυρο ένα οπλοπολυβόλο που φάνηκε χρήσιμο στη
συνέχεια. Η επόμενη μάχη έγινε στο φαράγγι της Καντάνου. Οι κρητικοί με
απαρχαιωμένα όπλα και το οπλοπολυβόλο που προαναφέραμε και ελάχιστα πυρομαχικά
κατάφεραν να κρατήσουν μεγάλη Γερμανική δύναμη για μία μέρα. Τελειώνοντας τα
πυρομαχικά τους έφυγαν. Στις 3 Ιουνίου 1941 οι Γερμανοί επέστρεψαν με ειδικό
συνεργείο καταστροφών. Δεδομένου του ότι οι κάτοικοι δεν ανταποκρίθηκαν στις
εκκλήσεις τους για να παρουσιαστούν κατέστρεψαν με φωτιά και δυναμίτες όλο το
χωριό "για να μην ξαναχτιστεί ποτέ" όπως αναφέρει και μία από τις τρεις
πινακίδες που άφησαν. Δύο ξύλινες πινακίδες εκ των οποίων διασώζεται η μία και
μια μαρμάρινη που πήγαν αργότερα με σκοπό να χτίσουν ειδικό μνημείο αποτελούν
αδιάσειστα τεκμήρια των βαρβαροτήτων τους. Δεν έμεινε πέτρα στην πέτρα. Κατά τη
Γερμανική κατοχή απαγορεύονταν να ξαναχτιστεί το κέντρο της Καντάνου. Μάλιστα
οι περισσότεροι κάτοικοι για να αποφύγουν την οργή των Γερμανών κυκλοφορούσαν
με νέες ταυτότητες που εκδόθηκαν από τους κοινοτάρχες των γειτονικών χωριών. Με
την αποχώρηση των Γερμανών η Κάντανος χτίστηκε πάλι στη σημερινή θέση. (πηγή Wikipedia)
Αυτό
το θράσος των Γερμανών με τις πινακίδες φαίνεται πως δεν έγινε πουθενά αλλού.
Σε πείσμα όμως των γουρουνιών αυτών (τι μας φταίνε άραγε τα γουρουνάκια;) η
Κάντανος ξανακτίστηκε και βροντοφωνάζει στον κάθε περαστικό, ανάμεσά τους και
πολλοί απόγονοι εκείνων των κτηνανθρώπων, τα αίσχη τους. Άλλο ένα από τα τόσα
μαρτυρικά χωριά αυτού του τόπου, που με τη στάση τους ξεφτίλισαν εκείνα τα
κτήνη και γι αυτό δεν τους το συγχώρεσαν ποτέ.
Σήμερα
η Κάντανος τιμά την ιστορία της στην κεντρική της πλατεία, που είναι ολόκληρη
ένα μνημείο.
Στη νότια πλευρά της,
προς τα εκεί που είναι ο μεγαλοπρεπής ναός της Αναλήψεως
υπάρχουν αντίγραφα των τριών πινακίδων
(οι αυθεντικές είναι στο σχετικό μουσείο)
Και μια ακόμα στα αγγλικά που περιγράφει για το τι πρόκειται.
Στην απέναντι, βόρεια πλευρά είναι το κυρίως μνημείο.
Ένα ανοικτό βιβλίο με ένα μαρμάρινο κεφάλι πάνω του. Δεξιά και αριστερά του πίνακες με τα ονόματα των Καντανιωτών που θυσιάστηκαν στους διάφορους αγώνες.
Στη δυτική πλευρά έχουν τοποθετήσει ένα ταμπλό με πληροφορίες και πολλές φωτογραφίες από ανασκαφές για το αρχαιολογικό παρελθόν του χωριού.
Εκεί
στην πλατεία, στα τραπέζια που βγάζει ένα από τα εστιατόρια, κάτσαμε για
φαγητό. Και τι φαγητό! ΛΟΥΚΟΥΜΙ!!
Αργά
το μεσημέρι σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Άλλη μια στάση στη θέση Αναβός, πριν τα Φλώρια, όπου άλλη μια μαρμάρινη πινακίδα μνημονεύει ένα χτύπημα του ΕΛΑΣ στους Γερμανούς στις 4/8/1944 και απόγευμα πια φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας. Δεν ξαναβγήκαμε άλλο εκείνη τη μέρα.
Το βράδυ κάτσαμε δίπλα στην πισίνα και απολαύσαμε ποτό με πανσέληνο.
Η
μέρα ήταν αρκετά φορτισμένη για εμένα και αυτή τη χαλαρή βραδιά τη χρειαζόμουν.
Άλλωστε το ταξίδι μας πλησιάζει στο τέλος του και η κούραση έχει μαζευτεί.
Το
πρωινό της προτελευταίας μέρας στην Κρήτη είχε συνάντηση με την αδερφή του
πατέρα μου και τα ξαδέρφια μου. Συναντηθήκαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο στα Χανιά
και ήμασταν μεγάλη παρέα. Περάσαμε πολύ ώρα με κουβέντα, νέα, αναμνήσεις,
σχέδια.
Το
απόγευμα πήγαμε να δούμε ένα πολύ ξεχωριστό αξιοθέατο.
Περίπου
20χμ δυτικότερα από το ξενοδοχείο μας και λίγο πριν την Κίσσαμο (εγώ πάντα σαν
Καστέλλι την ήξερα) είναι η κοιλάδα του Τυφλού ποταμού.
Εκεί, δίπλα στο χωριό Ποταμίδα είναι ένα γεωλογικό φαινόμενο.
Οι Κομόλιθοι ή Κομολίθοι.
Ανάμεσα στον ελαιώνα και το επίπεδο έδαφος, ξεπροβάλουν κάτι λοφώδεις σχηματισμοί από άργιλο,
γυμνοί με ένα «καπέλο» από θάμνους. Θυμίζουν έντονα Καππαδοκία. Πήγαμε, τους θαυμάσαμε, τους φωτογραφίσαμε και κατεβήκαμε στο λιμάνι της Κισσάμου για φαγητό, μιας και το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει για τα καλά.
Κάτσαμε και απολαύσαμε κρητικές λιχουδιές με φόντο τη χερσόνησο της Γραμβούσας στο δειλινό.
Τελευταία μέρα του ταξιδιού μας και ημέρα επιστροφής, φορτώσαμε, πληρώσαμε και κατεβήκαμε στο κέντρο των Χανίων. Για εκείνο το πρωινό είχα κανονίσει συνάντηση με μια ακόμα διαδικτυακή «γνωστή», από το ταξιδιωτικό φόρουμ, τη Ρ., που δεν είχαμε γνωριστεί εκ του φυσικού. Έχει ένα μαγαζί στην παλιά πόλη και πήγα εκεί να τη βρω. Κάτσαμε, τα είπαμε και στη συνέχεια πήγαμε με τη Σοφία να δούμε τη Δημοτική Αγορά.
Το κτίριο αυτό, που αποτελεί ένα από τα τοπόσημα της πόλης, έχει χαρακτηριστεί νεώτερο μνημείο. Η θεμελίωση έγινε το 1911 και τα εγκαίνια πραγματοποίησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις 4/12/1913, τρεις μέρες μετά τη τελετή της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Μπορεί να πει κανείς πως η αγορά είναι συνομήλικη με τη σύγχρονη Κρήτη, την Κρήτη κομμάτι του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.
Έχει σχήμα σταυρού, με μια είσοδο σε κάθε μεριά και εμβαδόν 4000τ.μ.
Στεγάζει 76 καταστήματα χωρισμένα σε ομάδες κατά είδος εμπορεύματος.
Ανάμεσά τους και κάποια που στεγάζουν εστιατόρια και καφενεία.
Φυσικά σήμερα κάποια από αυτά τα μαγαζιά είναι σουβενιράδικα.
Βέβαια τα περισσότερα πωλούν τρόφιμα, όπως κρεατικά, τυριά,
ψάρια κλπ
Αποτελεί τόπο συνάντησης ντόπιων και ξένων και έχει πάντα κίνηση.
Κάναμε μια βόλτα ένα γύρω από την αγορά στα πλακόστρωτα
και τα σκαλάκια και κάτσαμε κάπου εκεί να τσιμπήσουμε κάτι και να πιούμε ένα καφέ.
Αργά το απόγευμα φύγαμε για τη Σούδα, όπου μας περίμενε το «ΕΛ.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» της ΑΝΕΚ. Βραδάκι αποχαιρετήσαμε την Κρήτη, μετά από τρεις εβδομάδες που γυρνάγαμε στους δρόμους της σ’ ανατολή και δύση και νωρίς το άλλο πρωί μπήκαμε στο σπίτι μας, γεμάτοι από ένα υπέροχο ταξίδι. Ένα ταξίδι που είχε όλα όσα είχαμε θελήσει να έχει. Όμορφα μέρη, που δεν τα ξέραμε, συνάντηση με συγγενείς και φίλους, κάποιους μετά από δεκαετίες, συνάντηση εκ του φυσικού με διαδικτυακούς γνωστούς και φυσικά το προσκύνημα στα πάτρια εδάφη. Είχε όμως και αναποδιές, όπως κάθε ταξίδι, που μας ανάγκασε να ακυρώσουμε κάποια πράγματα. Οι ακυρώσεις αυτές είναι αφορμή και γι άλλο μελλοντικό ταξίδι στην Κρήτη.
Νάμαστε
καλά να ξανακατέβουμε!
θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλια σας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου