Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Η Θάλασσα της ….Ουγγαρίας!

(συνέχεια από Tatra ΙΙ!)     

Οι νύμφες του Δούναβη και άλλες ομορφιές! Μέρος 8ο 
(Ταξίδι σε Ουγγαρία και Σλοβακία μέσα από τα Βαλκάνια!!)
30 Ιουλίου-2 Αυγούστου 2011
 

Το προστατευόμενο «κοράκι» και το «ελληνικό» χωριό!

Η αναχώρησή μας από τη Σλοβακία ήταν σχετικά επεισοδιακή. Από το προηγούμενο βράδυ, φτάνοντας στο ξενοδοχείο άναψε το λαμπάκι του ρεζερβουάρ. Αυτό σήμαινε ότι είχα ακόμα βενζίνα για περίπου 60χμ. και έτσι δεν ανησύχησα. Το πρωί φορτώσαμε, πληρώσαμε και ξεκινήσαμε να βρούμε βενζινάδικο. Το ένα μετά το άλλο κλειστά. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια μέχρι που κάνοντας περίπου 50χμ, και μάλιστα σε αντίθετη κατεύθυνση από εκεί που θα έπρεπε να πάμε, βρήκαμε επιτέλους ένα ανοικτό. Έτσι έληξε η «περιπέτειά» μας. Λες και η Σλοβακία αποχαιρετώντας μας, μας έκανε πλάκα! Τέλος καλό, όλα καλά! 


Σε ένα από τα φυλλάδια που είχα πάρει σε κάποιο από τα τουριστικά γραφεία, είχα δει μια φωτογραφία που με καθήλωσε. Ένα πέτρινο καταρράκτη!! Στα σύνορα Σλοβακίας και Ουγγαρίας, κοντά στον οικισμό Siatorska Bukovinka απλώνεται ένα Εθνικό Πάρκο, στην καρδιά του οποίου βρίσκεται το μοναδικό αυτό θαύμα της φύσης. Πρόκειται για κολώνες βασάλτη αρκετών εκατομμυρίων χρόνων που έχουν καμπύλο σχήμα σχηματίζοντας ένα «καταρράκτη». Η εικόνα και οι πληροφορίες με έκαναν να ψάξω που ακριβώς βρίσκεται. Βλέποντας πως είναι σχεδόν ακριβώς πάνω στο δρόμο μας, αποφασίσαμε πως ήταν ευκαιρία για μια μικρή επίσκεψη. Όταν φτάσαμε στην είσοδο του πάρκου μάθαμε πως για να φτάσουμε στον «καταρράκτη» έπρεπε να περπατήσουμε πάνω από μισή ώρα, κάτι που δεν μπορούσαμε να κάνουμε μιας και είχαμε μπροστά μας περίπου άλλα 500χμ.

Περάσαμε λοιπόν τα σύνορα και περίπου 50 χμ μετά στρίψαμε δεξιά για να πάμε στο χωριό που φιγουράρει στη λίστα της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO (από το 1987), το χωριό Hollókö.

Πρόκειται για ένα παραδοσιακό χωριό των Παλός, της σημαντικότερης εθνοτικής ομάδας των ορεινών της Ουγγαρίας (όσο ορεινά μπορεί να έχει αυτή η σχεδόν επίπεδη χώρα), που διατηρείται σχεδόν ανέπαφο από τον 17ο αι.

Στο κέντρο έχει μια γοτθική εκκλησία με ξύλινο καμπαναριό και γύρω αναπτύσσεται το χωριό με καλντερίμια, ξύλινα σπίτια, ένα πανδοχείο, μια ταβέρνα κ.λ.π. Η βόλτα εκεί είναι σα τη μηχανή του χρόνου που σε πάει κάτι αιώνες πίσω.
Παρκάραμε τα αυτοκίνητα σε ένα πλάτωμα-είσοδο στο χωριό με μια ξυλόγλυπτη πινακίδα με το όνομα του και ένα κοράκι. Αυτό σημαίνει άλλωστε το Hollókö. Μιας και ήταν Σάββατο βοηθούσε στο να έχει πολύ κόσμο.
Κάναμε μια μεγάλη βόλτα και απολαύσαμε εικόνες. Στην ταβέρνα γινόταν κάτι σα γλέντι. Είχε πολύ κόσμο, ορχήστρα και ο κόσμος χόρευε.
Φεύγοντας κινηθήκαμε προς τα νότια, περάσαμε έξω από τη Βουδαπέστη και με νοτιοανατολική κατεύθυνση, ύστερα από 160χμ περίπου φτάσαμε σε ένα χωριό που το είχαμε ακουστά από τα χρόνια της νιότης μας.
Το θρυλικό «Μπελογιάννης»! 
Από τα νεώτερα χωριά αυτής της χώρας φτιάχτηκε το 1950 με την εθελοντική εργασία των ελλήνων πολιτικών προσφύγων και ονομάστηκε αρχικά «Ελληνοχώρι» (Görögfalva). Δύο χρόνια μετά οι κάτοικοί του αποφάσισαν να το μετονομάσουν σε «Μπελογιάννης» (Beloiannisz), για να τιμήσουν τον σπουδαίο κομμουνιστή αγωνιστή που μόλις είχε εκτελεστεί στην Ελλάδα. Μετά την πτώση της χούντας πολλοί από τους έλληνες κατοίκους του επέστρεψαν στην Ελλάδα και σήμερα η πλειοψηφία των περίπου 1200 κατοίκων είναι Ούγγροι. Η ελληνική «παρουσία» όμως είναι παρούσα στο χωριό.
Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου με το πάρκο της στην είσοδο του χωριού
και οι πινακίδες για καλωσόρισμα και καλό κατευόδιο είναι γραμμένες στα ουγγρικά και τα ελληνικά.
Κάναμε μια βόλτα στο χωριό, αλλά όσους συναντήσαμε κανείς δεν μίλαγε ελληνικά. Κατά τα άλλα το χωριό έχει καλή ρυμοτομία μιας και φτιάχτηκε σχετικά πρόσφατα και σε τελείως επίπεδο έδαφος, αλλά δεν λέει κάτι το ιδιαίτερο. 
Όταν φύγαμε είχε σουρουπώσει πια. Σε 70χμ είδαμε στο μισοσκόταδο να γυαλίζουν τα νερά της «Θάλασσας» των Ούγγρων, της λίμνης Balaton. Ακολουθήσαμε όλη τη νότια όχθη της (περίπου 100χμ) και φτάσαμε στο παραλίμνιο κάμπινγκ που είχαμε κλείσει δωμάτιο στη δυτική της άκρη, κοντά στην πόλη Keszthely. Όταν ξεφορτώσαμε ήταν τελείως νύχτα. Πεινάγαμε και ήμασταν ψόφιοι στην κούραση. Κάτσαμε για φαΐ και μια μπύρα δίπλα στο κάμπινγκ και αφού χαλαρώσαμε λίγο, πήγαμε στα κρεβάτια μας να ξεκουράσουμε λίγο τα κορμάκια μας!

Πανηγύρια, μύλοι και κάστρα!
Η περιοχή της λίμνης Balaton διαμορφώθηκε πριν κάποια εκατομμύρια χρόνια από έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας τεράστιας, μακρόστενης λίμνης με μήκος σχεδόν 80χμ και έκταση περίπου 600χμ², που είναι η μεγαλύτερη της Κεντρικής Ευρώπης. Στη βόρεια πλευρά της, οι λόφοι Bakony είναι κατάφυτοι με αμπέλια, που ευδοκιμούν στο εύφορο ηφαιστειακό έδαφος και κατρακυλούν μέχρι τα νερά της λίμνης. Αυτή η πλευρά της λίμνης είναι και η πιο ενδιαφέρουσα, μιας και η νότια έχει αναπτυχθεί τουριστικά τα τελευταία χρόνια, αλλά πολύ άναρχα. Περίπου στα 2/3 του μήκους της προς τα ανατολικά η χερσόνησος Tihany προχωρά βαθιά, κόβοντας σχεδόν τη λίμνη στα δύο

Σηκώθηκα νωρίς και κατέβηκα στη λίμνη.
Όλα ήταν γαλήνια και τα νερά τελείως ήρεμα. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν κάποια πουλιά που σηκώνονταν μέσα από τις καλαμιές
και τα κουπιά κάποιων ψαράδων.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν αφιερωμένες στη βόρεια-βορειοδυτική πλευρά της λίμνης και στα κοντινά σ’ αυτήν. Έτσι εκείνη τη μέρα θα πηγαίναμε πρώτα στην παραλίμνια περιοχή και λιμάνι Μπατάτσονι (Batascony), περίπου 25χμ από το κατάλυμά μας.
Ξεκινήσαμε από το κάμπινγκ ακολουθώντας τον παραλίμνιο δρόμο και σταματήσαμε λίγα χιλιόμετρα μετά, για ένα καφέ με θέα στη λίμνη.
Σαν φτάσαμε στο Μπατάτσονι, αφήσαμε τα αυτοκίνητα κοντά στο σταθμό του τρένου και κατευθυνθήκαμε προς το λιμάνι.
Κυριακή και τελευταία μέρα του Ιουλίου και ο τόπος ήταν πηγμένος στον κόσμο. Κυρίως οικογένειες και βέβαια πολλά μικρά παιδιά. Σκέτο πανηγύρι! Κοντά στο σταθμό είχε κάποιες καντίνες που προσφέρανε πρόχειρο φαγητό (κυρίως λουκάνικα και χοιρομέρια) στον κόσμο που κάθονταν σε πάγκους κάτω από τέντες. Φυσικά η μπύρα έρεε σε τεράστιες ποσότητες.
Στο λιμάνι τα πολλά αραγμένα ιστιοφόρα σχημάτιζαν με τα κατάρτια τους ένα «δάσος». Ήταν όμως και αρκετά που έκοβαν βόλτες στα γαλήνια νερά της λίμνης.
Κάποιοι κολυμπούσαν αλλά οι περισσότεροι απλά έκαναν βόλτα και χάζευαν ή συμμετείχαν στα «δρώμενα». Παντού δεκάδες πάγκοι με ό,τι βάζει ο νους.
Πολλά χειροποίητα αντικείμενα, φτιαγμένα από πηλό, δέρμα, ξύλο ή σίδερο κλπ. Έβλεπες όμως και «πλαστικούρες» της χειρότερης ποιότητας αλλά και ρούχα. Και ανάμεσά τους καρότσια με μαλλί της γριάς, ζαχαρωμένα μήλα, παγωτά και ζαχαρωτά. Η «χαρά του καταναλωτή»!!
Το πιο εντυπωσιακό ήταν ένας χώρος για να παίζουν τα παιδιά. Κάτι σαν λούνα παρκ. Μόνο που όλα τα παιγνίδια κινούνταν με την ανθρώπινη δύναμη. Πουθενά μηχανές με καύσιμο ή ηλεκτρική ενέργεια!
Με εντυπωσίασε ένα σύστημα με τέσσερα καλάθια, που έβαζαν τα πιτσιρίκια μέσα και αυτό περιστρέφονταν με ένα σύστημα πεντάλ σαν ποδήλατο.
Ένας τύπος πουλούσε κάθε λογής δερμάτινα αντικείμενα και ήταν ντυμένος όπως οι Μαγιάροι που βλέπουμε σε παλιές ταινίες ή πίνακες!
Ανακατωθήκαμε κι εμείς με τον κόσμο, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες, ψωνίσαμε διάφορα μπιχλιμπίδια, φάγαμε κάτι πρόχειρο σε μια καντίνα και ξεκινήσαμε για τον επόμενο προορισμό μας.
Περίπου 15χμ βόρεια από το Batascony είναι μια μικρή, όμορφη πόλη, η Tapolca, με ένα ρομαντικό αξιοθέατο.
Ένα παλιό νερόμυλο (σήμερα ξενοδοχείο)
και μια τεχνητή λίμνη δίπλα του, τη Malom-tó (λίμνη του μύλου).
Γύρω από τη λίμνη λουλούδια  
  
και όμορφα κτίρια με έντονα χρώματα
που στεγάζουν εστιατόρια και καφέ.
Στα νερά της κολυμπούν τεράστια χρυσόψαρα, μερικά μέχρι μισό μέτρο μήκος (!!!). Πρώτη φορά έβλεπα τόσο μεγάλα. Εκεί κάτσαμε για καφέ και χαλάρωση.
Συνεχίσαμε ακόμα πιο βόρεια και μετά από 17χμ φτάσαμε στη μικρή πόλη Sümeg.
Από μακριά βλέπαμε το βασικό της αξιοθέατο, δηλαδή το κάστρο του 13ου αι. που στεφανώνει την κορυφή ενός λόφου από πάνω της.
Το κάστρο έχει υποστεί πολλές μεταβολές και προσθήκες στο διάβα των αιώνων αλλά είναι αρκετά καλά διατηρημένο και η εικόνα από χαμηλά είναι πολύ εντυπωσιακή.
Σε αυτήν περιοριστήκαμε κι εμείς βγάζοντας φωτογραφίες πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής για το camping.
Λίγο πριν φτάσουμε όμως κάναμε άλλη μια στάση, στην πόλη Heviz,
την πόλη με τη μεγάλη λίμνη με τα μαύρα λασπερά νερά (χαβούζα), δημοφιλέστατη για ιαματικά μπάνια. Όλη η πόλη ζει και κινείται γύρω από αυτές τις εγκαταστάσεις
και έχει όμορφα κτίρια,
πεζόδρομους και πολλά πάρκα που συμβάλλουν στην όμορφη εικόνα της.
Έξω από το μουσείο της πόλης ένας κύριος έπαιζε υπέροχο βιολί, όχι για χρήματα, μιας και δεν υπήρχε κάτι μπροστά του γι αυτό το σκοπό, αλλά μάλλον ήταν «δρώμενο» του μουσείου μιας και σε κάποιο διάλειμμα μπήκε για λίγο εκεί μέσα. Κάναμε αρκετές βόλτες, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και λίγα λεπτά μετά ήμασταν στην έδρα μας. Για βράδυ φάγαμε, και μάλιστα πολύ καλά, στο εστιατόριο του camping.  

Πάπρικα και Ουγγαρέζικα βιολιά!
Έφτασε κι ο Αύγουστος! Καλό μήνα νάχουμε!
Και εκείνη τη μέρα η πορεία μας ήταν προς τα ανατολικά με προορισμό την χερσόνησο του Tihany και την ομώνυμη κωμόπολη, μέσω του παραλίμνιου δρόμου. Οι πληροφορίες που είχαμε λέγανε τα καλύτερα για αυτή την περιοχή που απέχει από τη βάση μας γύρω στα 65χμ.
Όταν φτάσαμε, και πριν μπούμε στην πόλη, είδαμε από μακριά τη μικρή εσωτερική λίμνη που υπάρχει στη χερσόνησο. Μπήκαμε στην πόλη που είναι πραγματικά πολύ όμορφη αλλά πλημυρισμένη από ορδές τουριστών. Η τουριστικοποίηση στην υπερβολή της. Αυτό ήταν και η μεγάλη απογοήτευση που ένοιωσα εκείνη τη μέρα.
Σε όλη την πόλη κυριαρχεί η πάπρικα, το εθνικό άρτυμα των Ούγγρων Τοίχοι ολόκληροι καλυμμένοι με πιπεριές, κυρίως σκούρες κόκκινες, αλλά και άλλων χρωμάτων.
Ψηλά στην κορυφή του λόφου, είναι μια εκκλησία.
Κόσμος πολύς ανέβαινε τα δεκάδες σκαλιά μέχρι εκεί πάνω.
Ένα γύρο έχει κήπους με πολλά λουλούδια και αρκετά μοντέρνα γλυπτά ανάμεσά τους.
Η θέα προς τη λίμνη κόβει την ανάσα.
Κάτσαμε να τσιμπήσουμε κατιτίς σε ένα εστιατόριο με ξύλινους πάγκους στην αυλή.
Στη διπλανή παρέα έρχονταν κάτι μερίδες για Γαργαντούες και μεγάλα ποτήρια με μπύρα. Το πανηγύρι της χολιστερίνης!!
Εμείς φάγαμε πιο λιτά και φύγαμε για τις βόλτες μας. Χάζεμα ένα γύρο σε μπιχλιμπιδομάγαζα και παπρικομάγαζα.
Φεύγοντας από το Tihany περάσαμε από τη μικρή εσωτερική λίμνη. Εκεί είδα δύο εικόνες που πολύ μου έκαναν εντύπωση. Τη μία την «ήξερα» από περιγραφές του Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του «Ανάμεσα στα δάση και τα βουνά» σαν ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της μεγάλης Ουγγρικής πεδιάδας.
Πρόκειται για το Κηλώνιο, το πανάρχαιο σύστημα άντλησης νερού που ανακάλυψαν στη Μεσοποταμία και μοιάζει κάπως με γερανό.
Η άλλη αφορούσε την κατασκευή της στέγης που είχαμε δει σε πολλά σπίτια, κυρίως αγροτόσπιτα. Είναι οι στέγες από παχύ στρώμα χόρτου, στρώμα που πολλές φορές φτάνει το μισό μέτρο πάχος και εξασφαλίζει στεγανότητα και θερμομόνωση. Το σύστημα αυτό κοστίζει στην κατασκευή αλλά κυρίως στη συντήρηση, μιας και το υλικό έχει μικρή διάρκεια ζωής. Παρ’ όλα αυτά είδαμε αρκετά καινούρια σπίτια με αυτές τις στέγες.
Εκεί είδαμε και μαστόρους σκαρφαλωμένους πάνω σε μια στέγη να τη φτιάχνουν. Πολύ όμορφες εικόνες και οι δύο.
Πήραμε το δρόμο προς τα βόρεια και 27χμ μετά φτάσαμε στην πόλη Veszprém. Η πόλη απλώνεται στη ρίζα των βράχων, στην κορυφή των οποίων υπάρχει η καστροπολιτεία Vàrhegy.
Φτάνει κανείς και παρκάρει κοντά στην πλατεία Ovàros tér με τα καφέ και τα εστιατόρια με τα τραπεζάκια έξω.
Ένα γύρο πολλά μπαρόκ και αρ νουβό κτίρια
και αρκετά μοντέρνα γλυπτά.

Δίπλα είναι ο πύργος της πυρασφάλειας (tüztorony), που είναι και η είσοδος για το κάστρο.
Ο κεντρικός δρόμος που ανεβαίνει και διασχίζει το κάστρο είναι η Vàr Utca, με μπαρόκ κτίρια, εκκλησίες και πολλά μαγαζιά και γκαλερί από τη μια και την άλλη πλευρά. Ο δρόμος αυτός τελειώνει στα τείχη σε ένα «μπαλκόνι».
Από κάτω η παλιά πόλη με τις κεραμοσκεπές
και τον τεράστιο βράχο, ανάμεσα στο κάστρο και την πόλη, γνωστό σαν «Λόφο των Βενεδικτίνων» Τα αυτοκίνητα απαγορεύονται μέσα στο κάστρο αλλά λόγω κινητικού προβλήματος εμείς φτάσαμε μέχρι το τέλος της Vàr Utca. Αφού θαυμάσαμε το κάστρο και τη θέα, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και κατεβήκαμε στην Ovàros tér για καφέ, θαυμάζοντας τις εικόνες γύρω μας.
Σειρά είχε η Keszthely (Κέστχεγι), η πόλη που είναι πιο κοντά από κάθε άλλη στο δωμάτιό μας. Είναι η μεγαλύτερη από τις παρόχθιες πόλεις και τον 18ο αι. ήταν ιδιοκτησία (!!!) της φεουδαρχικής οικογένειας Φέστετιτς, τα μέλη της οποίας ανήκαν σε ένα κίνημα που ήταν ενάντια στις ταξικές ανισότητες και τη φεουδαρχία (!!!!). Για να μένουν είχαν φτιάξει ένα παλάτι 100 δωματίων με υπέροχους κήπους στο κέντρο της πόλης. (Είναι τρελοί αυτοί οι Ούγγροι!!).
Σαν φτάσαμε κάναμε βόλτα στους κήπους και έβγαλα πολλές φωτογραφίες από αυτούς αλλά
και το παλάτι εξωτερικά και αράξαμε να απολαύσουμε δροσιά και εικόνες την ώρα που ο ήλιος τράβαγε προς τη δύση.
Εκεί κοντά ξεκινά και ένας πεζόδρομος, που διασχίζει το κέντρο της πόλης.
Δεξιά και αριστερά έχει όμορφα μπαρόκ κτίρια, εκκλησίες
και πόρτες που οδηγούν σε γραφικές αυλές. Έχει και πολλά καφέ και εστιατόρια. Σε ένα από αυτά κάτσαμε για βραδινό.

Ένα τρίο με βιολί, κοντραμπάσο και τσίμπαλο (κάτι σαν μεγάλο ξαδελφάκι του δικού μας σαντουριού) έπαιζε, όση ώρα κάτσαμε, κυρίως ουγγρικούς σκοπούς αλλά και ότι άλλο ήθελε προκύψει. Όταν μας άκουσαν να μιλάμε ελληνικά έπαιξαν «Ζορμπά» και «Παιδιά του Πειραιά», ενώ όταν ήρθε μια παρέα Ρώσων, παίζαν για αρκετή ώρα ρώσικα. Άραγε με τους Κινέζους και τους Γιαπωνέζους (που δεν λείπουν από πουθενά) τι κάνουνε;
Έτσι νόστιμα και μελωδικά τέλειωσε η πρώτη μέρα του μήνα. 

Αξιοπερίεργα και ευεξία!
Η τελευταία μέρα στη λίμνη, αλλά και στην Ουγγαρία, είχε αξιοθέατα (μάλλον αξιοπερίεργα, θάλεγα) στους λόφους βόρεια από εκεί που μέναμε.
Ξεκινήσαμε για το χωριό Kallósd, 29χμ βορειοδυτικά. Στο νεκροταφείο του υπάρχει μια εκκλησία τελείως κυλινδρική, σχήμα που παραπέμπει κάπως στους δικούς μας ανεμόμυλους, με διαφορετική, βεβαίως, στέγη. Πλησιάζοντας στο χωριό, την είδαμε από μακριά.
Σταματήσαμε έξω από το νεκροταφείο και πήγαμε να τη δούμε. Ένα ζευγάρι Ουγγροαμερικανών ήταν εκεί και προθυμοποιήθηκε να μας εξηγήσει κάποια πράγματα. Η εκκλησία είναι πολύ παλιά, ξεχωριστή για ολόκληρη τη χώρα, τιμάται στο όνομα της Αγίας Άννας και πως σπάνια ανοίγει. Έβγαλα αρκετές φωτογραφίες του ναού με το ιδιαίτερο σχήμα
αλλά και των τάφων που παρουσίαζαν κάποιο ενδιαφέρον και φύγαμε για το επόμενο αξιοπερίεργο.
26χμ προς τα ανατολικά φτάσαμε σε ένα δάσος που είναι προστατευόμενη περιοχή.
Οδηγήσαμε κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου μέσα στο πυκνό δάσος ώσπου την είδαμε.
Μα τη Βουδιστική Στούπα (!!!!). Τι άλλο θα δούμε σε αυτή τη χώρα; Στη Βουδαπέστη είδαμε τον τάφο του μουσουλμάνου αγίου και εδώ τη μεγαλύτερη στούπα της Ευρώπης, με 30μ ύψος. Φτιάχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990
και το άγαλμα του Βούδα ήρθε από την Κορέα. Ο χώρος είναι πολύ περιποιημένος, που δείχνει πως κάποιοι φροντίζουν συνεχώς γι αυτόν.
Μετά τις φωτογραφίες πήραμε το δρόμο της επιστροφής, μόνο που πήραμε χωματόδρομους που μας έφεραν μέσα σε αμπελώνες, μέχρι που φτάσαμε στο χωριό Kehidakustány όπου και κάτσαμε για φαΐ. Κάτσαμε αρκετά γιατί το μαγαζί είχε δροσιά και εμείς τη θέλαμε, μιας και η μέρα ήταν ζεστή.
Ήταν απόγευμα σαν φτάσαμε στην πόλη Heviz (35χμ από τη στούπα) για βόλτα και καφέ.
Περάσαμε έξω από της εγκαταστάσεις της λίμνης με τα ιαματικά νερά,
περπατήσαμε στους πολύχρωμους κήπους και κάτσαμε για καφέ.
Βραδάκι φτάσαμε στο camping για να ετοιμαστούμε για την αναχώρηση της επομένης. Εκεί κάτσαμε και για το τελευταίο δείπνο στη χώρα των Μαγιάρων.
Την άλλη μέρα ξεκινάει η επιστροφή στα σπίτια μας. Βέβαια δεν έχουμε τελειώσει. Μας περιμένουν κι άλλες εικόνες στο δρόμο μας. Καλό ταξίδι νάχουμε!


(Το ταξίδι συνεχίζεται Επιστροφή με δυνατές συγκινήσεις!)
 

1 σχόλιο:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...