Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Τυνησία

28 Δεκεμβρίου 2007-2 Ιανουαρίου 2008


1. ΝΟΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΣΑΧΑΡΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΟΑΣΕΙΣ ΤΗΣ

ΗΜΕΡΑ 1η
Άγρια μεσάνυχτα και φτάνουμε στο «Ελ. Βενιζέλος» για την πτήση μας στο νησί Djerba της Τυνησίας. Μετά τις σχετικές διατυπώσεις και τη σχετική αναμονή αναχωρούμε με ψιλόβροχο και πολύ κρύο στις 5.00. Λιγότερο από δύο ώρες μετά είμαστε στην Djerba.

Και εκεί ψιλόβροχο και αρκετό κρύο στις 6.00 χαράματα και σχεδόν τα πάντα είναι ακόμα κλειστά. Κάνα δυο καφενεία για να πιούμε τον πρώτο καφέ της μέρας μας προσφέρουν τη γλυκιά θαλπωρή τους. Εν τω μεταξύ αρχίζουν σιγά σιγά να εμφανίζονται οι ντόπιοι που ανοίγουν τα μαγαζάκια τους μέσα στα στενά σοκάκια (souks). Τριγυρνάω και βγάζω φωτογραφίες αν και η βροχή δε λέει να σταματήσει. Αν και καταφανώς ένας άγνωστος τουρίστας όλοι με καλημερίζουν. Η πρώτη εντύπωση από τους ντόπιους άριστη.
Το νησί Djerba είναι το νησί των λωτοφάγων που αναφέρει στην Οδύσσεια ο Όμηρος. Βέβαια λωτοί δεν υπάρχουν και οι εικασίες για τα γραφόμενα του Ομήρου διάφορες. Άλλοι λένε ότι αναφέρεται στους γλυκύτατους χουρμάδες και άλλοι στις όμορφες γυναίκες που με τα κάλλη τους μάγεψαν τον Οδυσσέα.
Μετά τον καφέ αναχωρούμε με κατεύθυνση δυτικά και όντας ξενύχτηδες παίρνουμε ένα υπνάκο μέχρι να περάσουμε με το φέρυ στη χερσαία Τυνησία. Το τοπίο καθαρά Μεσογειακό από τα πιο ξέρα που ξέρουμε. Αλλού πολλές ελιές, αλλού άγονο με λίγους θάμνους και αλλού τελείως άγονο και ξερό. Βρισκόμαστε άλλωστε αρκετά νότια και ταξιδεύουμε προς την έρημο. Η γειτνίαση όμως με τη θάλασσα διαφοροποιεί το τοπίο. Αυτό που φαίνεται απίστευτο είναι ότι αν και βρισκόμαστε στην Αφρική και κοντά στην έρημο η βροχή βροχή και το κρύο αρκετά τσουχτερό. Βέβαια βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα, τέσσερις μέρες πριν αλλάξει ο χρόνος. Δύο ώρες μετά που περάσαμε στο χερσαίο κομμάτι της χώρας φτάνουμε στην πόλη Matmata.
Την προσπερνάμε για να σταματήσουμε σε ένα Βερβέρικο χωριό όπου τα σπίτια είναι σκαμμένα μέσα στο μαλακό πέτρωμα και εξασφαλίζουν έτσι αρκετά σταθερές θερμοκρασίες όλο το χρόνο. Μην ξεχνάμε ότι το καλοκαίρι οι θερμοκρασίες σε αυτά τα μέρη είναι πολύ ψηλές. Οι Βέρβεροι είναι πολύ παλιά φυλή στη Βόρεια Αφρική. Βρίσκονται εκεί πολύ πριν φτάσουν οι Άραβες που κυριάρχησαν τελικά. Είναι λαός που ασχολείται κυρίως με την κτηνοτροφία, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και σήμερα νομαδικός και αρκετά προσκολλημένος στις συνήθειες και τις παραδόσεις του. Φυσικά το βιοτικό επίπεδο αυτών των ανθρώπων είναι πιο χαμηλό από των άλλων Τυνήσιων. Σε κάποια από τα χωριά αυτών των «τρωγλοδυτών» που βρίσκονται πάνω στους τουριστικούς οδικούς άξονες η κυβέρνηση δίνει χρήματα προκειμένου να ανοίξουν τα σπίτια τους στους τουρίστες. Αυτό δίνει στους επισκέπτες μια εικόνα της ζωής των Βέρβερων αλλά σε κάνει να αισθάνεσαι ότι παραβιάζεις βάναυσα τη ζωή τους για μερικά δηνάρια. Τέλος πάντων.
Στο βράχο σκάβουν ένα φαρδύ «πηγάδι» βάθους περίπου 3 μέτρων και διαμέτρου 5. αυτό λειτουργεί σαν εσωτερική αυλή. Γύρω γύρω σκάβουνε τα δωμάτια.


Στενόμακρα και αψιδωτά. Υπνοδωμάτια, κουζίνα, αποθήκες για τα τρόφιμα, στάβλοι για τα ζώα και ότι άλλο χρειαστεί. Μια στενή αψιδωτή «σήραγγα» ενώνει την αυλή με τον έξω κόσμο.
Μετά την επίσκεψή μας φύγαμε για φαΐ σε κοντινό ξενοδοχείο και από εκεί γραμμή για την πόλη «πύλη» της ερήμου, την Douz.

Γραμμή για κελεμπίες, τουρμπάνια και βόλτα μιας ώρας με καμήλες υπό συνεχή βροχή!!! Η αίσθηση πάνω στο «καράβι της ερήμου» και η εμπειρία ήταν μοναδική. Ένα καφεδάκι σε παρακείμενο ξενοδοχείο και συνεχίζουμε. Η έρημος μας δείχνει την πρώτη της μορφή. Άγονα εδάφη με χαμηλούς αγκαθωτούς θάμνους.
Τελευταία στάση πριν τον τελικό μας προορισμό η Chot El Jerid (η Αλμυρή Λίμνη).
Μια απέραντη έκταση καλυμμένη με αλάτι. Εκεί βγάζουνε και το περίφημο «Ρόδο της Ερήμου». Πέτρωμα γύψου και άμμου που σχηματίζεται από τις συνεχείς εναλλαγές των ακραίων θερμοκρασιών και που παίρνει καταπληκτικά σχήματα που μοιάζουν με τριαντάφυλλο, εξ ου και το όνομά του. Βρισκόμασταν μόνο 150 χιλιόμετρα από την Αλγερία. Μικρή στάση για μια ανάσα και την αγορά «Ρόδων» και μετά από μισή ώρα στην νυχτερινή κρύα και βροχερή έρημο φτάσαμε στην πόλη Tozeur και στο ξενοδοχείο μας για να πέσουμε ξεροί από το ξενύχτι και την κούραση για ύπνο. Καληνύχτα και καλώς σε βρήκαμε Σαχάρα!


ΗΜΕΡΑ 2η

Ο Αλλάχ ξημέρωσε μια μέρα κρύα και βροχερή. Έξω από το ξενοδοχείο 7 "θηρία" land cruiser μας περίμεναν για "σαφάρι" στην έρημο. Αυτό σημαίνει βόλτα στις οάσεις και μετά βόλτα και ανεβοκατεβάσματα στους αμμόλοφους. Εμπειρία δηλαδή για γερά στομάχια. Ο οδηγός μας ο Μοχάμετ καταπληκτικός. Η διαδρομή μέσα στην έρημο από στενό αλλά καλό ασφαλτόδρομο. Συναντήσαμε δεκάδες 4Χ4 κινούμενα στην έρημο σε αποδράσεις σαν τη δική μας. Φαντάζομαι τι θα γίνεται το καλοκαίρι που είναι η ψηλή τουριστική τους περίοδος.
Εντυπωσιακές ήταν οι εικόνες στη διαδρομή μας όπως τα κοπάδια από καμήλες που αποτελούνται από μεγάλα θηλυκά (κατά κύριο λόγο) και μικρά πολύ χαριτωμένα ζώα που ακολουθούσαν τις μανάδες τους, με βοσκούς νεαρά αγόρια που έμεναν σε χωριά κρυμμένα στους αμμόλοφους και ακόμα οι οάσεις από τις οποίες περάσαμε από έξω και που τις σηματοδοτούσαν χιλιάδες χουρμαδιές, φυτεμένες πυκνά πυκνά δίπλα στο δρόμο για εκατοντάδες ή και χιλιάδες μέτρα πολλές φορές. 
Γύρω στα 70 χμ. ήταν η απόσταση μέχρι την 1η όαση, την όαση Chebika. Φτάνοντας στο πάρκινγκ και κατεβαίνοντας είχαμε την πρώτη πολιορκία από διάφορους πλανόδιους που ήθελαν να μας πουλήσουν από βραχιολάκια μέχρι «Ρόδα της ερήμου» και από χαϊμαλιά μέχρι καρτποστάλ. Προχωρήσαμε χωρίς να ψωνίσουμε. Άλλωστε παντού γύρω μας οι μικροπωλητές και οι «κράχτες» από τα μαγαζάκια δεν θα μας άφηναν σε ησυχία. Φτάσαμε σε ένα πλάτωμα από όπου μια μικρή σκάλα σε κατεβάζει 5-6 μέτρα πιο κάτω στο μονοπάτι που πάει παράλληλα με τη ρεματιά.

Πρόκειται για μια μικρή ρεματιά που στο βάθος της κυλάει γάργαρο νερό και είναι γεμάτη χουρμαδιές. Περίπου 200 μέτρα παρακάτω φτάσαμε σε ένα μικρό καταρράκτη (γύρω στα 3 μέτρα ύψος) με μια μικρή λιμνούλα στα πόδια του. Μπορεί να μην είναι τόσο εντυπωσιακός για εμάς αλλά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην έρημο και το τοπίο με τα κιτρινωπά βράχια γύρω κάνανε τη στιγμή πραγματικά αλλιώτικη. Όμορφη! Χαζέψαμε για λίγο, βγάλαμε φωτογραφίες και επιστρέψαμε προς το πλάτωμα. Τα σπίτια της όασης, καινούρια τα περισσότερα, βρίσκονται προς την άλλη μεριά, προς το πάρκινγκ. Παραδοσιακά οι ντόπιοι χτίζουν τα σπίτια τους από πλίθες φτιαγμένες από λάσπη και ξεραμένες στον ανελέητο ήλιο της ερήμου. Πριν μερικά χρόνια είχαν ένα περίεργο φαινόμενο για την έρημο. Έβρεξε ασταμάτητα για περίπου ένα μήνα. Το αποτέλεσμα ήταν να «λιώσουν» τα χωριά, να πνιγούν πολλοί άνθρωποι και να ξεσπιτωθούν σχεδόν όλοι. Έτσι σήμερα η εικόνα στις οάσεις αυτές είναι από τη μια ερείπια από ότι έμεινε από εκείνη την καταστροφή και σπίτια καινούρια, φτιαγμένα πια από τούβλα που σε τίποτα δε θυμίζουν την αρχιτεκτονική της ερήμου όπως την έχουμε δει σε φωτογραφίες ή έχει διατηρηθεί σε λίγα πια χωριά. Φυσικά και το σύγχρονο «μάτι», τα πιάτα-κεραίες παντού.
Κατά την προσφιλή μου τακτική να στέλνω από κάθε χώρα που πάω μια κάρτα στο σπίτι, αγόρασα μια κάρτα της όασης, γραμματόσημο και την έριξα στο περίτεχνο, κίτρινο μεταλλικό γραμματοκιβώτιο. Εκεί ένας νεαρός Τυνήσιος που πολιορκούσε από ώρα την κόρη μου, μου πρότεινε να μου δώσει κατά τη συνήθειά τους 200 καμήλες για να την πάρει για γυναίκα του!! Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσε να τύχει να συμπεθεριάσω με Τυνήσιο!! Μαζευτήκαμε για να συνεχίσουμε. Εδώ να σημειώσω ότι όλες αυτές οι οάσεις βρίσκονται προς τα δυτικά πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλγερία. Στο δρόμο συναντήσαμε δύο μεγάλα «καραβάνια» Ιταλών με τροχόσπιτα και αυτοκινούμενα. Πάνω από 20 οχήματα το κάθε ένα.
Επόμενη όαση αυτή της Tamerza.Δεν μπήκαμε μέσα αυτή τη φορά αλλά σταθήκαμε να τη δούμε απέξω. Και εδώ η ίδια καταστροφή. Έχει μείνει όμως ένα μεγάλο μέρος από το νεκροταφείο με ένα ολόλευκο Μαραμπού (Τάφος Ιερού Προσώπου, κάτι σαν Αγίου ή Οσίου σε εμάς). Αφού μας ενημέρωσαν για τα γεγονότα της καταστροφής των οάσεων ετοιμαστήκαμε να φύγουμε αφού πρώτα βγάλαμε πολλές φωτογραφίες. Ένας τύπος κρατούσε μια σαύρα της ερήμου και με 2 δηνάρια (περίπου 1 ΕΥΡΩ) στην έβαζε στον ώμο για φωτογραφία ή απλά τη φωτογράφιζες στα χέρια του. Είχε έρθει όμως η ώρα για το κλου της ημέρας. Βόλτα στους αμμόλοφους. Βγήκαμε από το δρόμο και μπήκαμε πια στα αμμώδη εδάφη.
Κάναμε μια στάση να δούμε τους σχηματισμούς που σχηματίζει η άμμος με τα διάφορα άλατα και ετοιμαστήκαμε για τα σκαμπανεβάσματα. Δρόμος δεν υπάρχει και τα τετρακίνητα κινούνται σε νοητές διαδρομές που μόνο οι οδηγοί τους γνωρίζουν. Ανεβαίναμε σε αμμόλοφους και κατεβαίναμε σε πολύ απότομες κλίσεις. Κάτι σαν τα τρενάκια με τις μεγάλες κλίσεις στα λούνα παρκ. Ευτυχώς είχαν περάσει αρκετές ώρες από το πρωινό μας γεύμα και έτσι δεν είχαμε δυσάρεστες εκπλήξεις. Η τελευταία κατάβαση ήταν και η πιο απότομη και μεγάλη σε μήκος.
Κατέληγε σε ένα πλάτωμα όπου στέκει σαν φάντασμα ένα σύνολο από «κτίσματα» που φυσικά δεν είναι τίποτα άλλο από τα σκηνικά της ταινίας του Τζ. Λούκας Star Wars που γύρισε εκεί το 1977. Ο σουρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο. Μέσα στην έρημο απομεινάρια σκηνικών που αφορούσαν μιαν άλλη εποχή και έναν άλλο κόσμο πολύ, μα πολύ μακρινό μας. Φυσικά οι Τυνήσιοι βγάζουν λεφτά από αυτά. Είναι επίσκεψη σε όλα τα προγράμματα των γκρουπ και ένα σωρό φτωχοδιάβολοι πολιορκούν τους τουρίστες προσπαθώντας να τους πουλήσουν τα ψευτοπράγματα που λανσάρουν για σουβενίρ από τη χώρα τους. Κάτσαμε λίγη ώρα, βγάλαμε κι εδώ τις φωτογραφίες μας και λίγο πριν φύγουμε μέσα από ένα από τα «κτίρια» γέμισα ένα σακουλάκι με στεγνή άμμο της ερήμου για ενθύμιο. Η πρωινή βροχή που εδώ και ώρες είχε σταματήσει είχε κάνει το θαύμα της. Η άμμος βρεγμένη δεν σηκώνονταν κάτω από τις ρόδες των τετρακίνητων «θηρίων» κάτι που δεν συμβαίνει όταν είναι στεγνά και τα σύννεφα της σκόνης κάνουν τα πράγματα δύσκολα. Εδώ τελείωσε και η περιήγησή μας και άρχισε η επιστροφή. Στο δρόμο πιάσαμε την κουβέντα με τον οδηγό μας τον Μοχάμεντ. Μας είπε λοιπόν ότι είχε σπουδάσει καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης και μέχρι να διοριστεί σε σχολείο δούλευε σαν οδηγός, μια δουλειά που του άρεσε γιατί γνώριζε κόσμο και του απέφερε και αρκετά χρήματα από τα φιλοδωρήματα των επιβατών (το τελευταίο μας το είπε αφού του είχαμε δώσει το δικό μας). Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, φάγαμε και αποφασίσαμε να κατέβουμε στην πόλη για να τη δούμε. Με ένα αμαξάκι έξω από το ξενοδοχείο σε 20 λεπτά κατεβήκαμε στην καρδιά της αγοράς.
Στην Tozeur υπάρχει στα κτίρια ένα πολύ χαρακτηριστικό διακοσμητικό στοιχείο. Με τούβλα λεπτά φτιάχνουν γεωμετρικά σχέδια σχεδόν σε όλες τις επιφάνειες των κτιρίων που φαίνονται (στα περισσότερα κτίρια με ελάχιστες εξαιρέσεις) στο ίδιο όμως χρώμα αυτό της άμμου. Αν και πολύ εντυπωσιακό στη αρχή γίνεται κάπως μονότονο λόγω της γενικευμένης χρήσης του. Σε μερικά όμως κτίρια τα σχέδια ήταν πραγματικά εμπνευσμένα κάνοντας τα να ξεχωρίζουν.

Μπήκαμε στα στενοσόκακα της αγοράς όπου οι μαγαζάτορες προσπαθούσαν να μας προελκύσουν σε διάφορες γλώσσες. Όταν καταλάβαιναν ότι είμαστε Έλληνες άρχιζαν τα Ελληνικά. Σκόρπιες ασυνάρτητες λέξεις, στίχοι από ελληνικά τραγούδια-σουξέ και ονόματα πολιτικών(!!) όπως Παπαντρέου, Μητσοτάκης, Καραμανλής. Το πράγμα είχε πολύ πλάκα. Μπήκαμε σε αρκετά μαγαζιά, παζαρέψαμε, δοκιμάσαμε και φυσικά αγοράσαμε. Την τιμητική τους τα τουρμπάνια, τα δερμάτινα, τα μπαχαρικά και γενικά ψιλοπράγματα για φίλους πίσω στην Ελλάδα. Πολύ όμορφη σκηνή όταν μαγαζάτορας ο οποίος έκανε πολύ φιλότιμες προσπάθειες να μαθαίνει όσα πιο πολλά ελληνικά μπορούσε (κράταγε ακόμα και σημειώσεις) σε σπαστά ελληνικά μας παρακάλεσε να ενημερώσουμε μια οικογένεια του γκρουπ ότι ξέχασε μια τσάντα με ψώνια. Δεν ήθελε να τον θεωρήσουν κλέφτη!! Μπήκαμε ακόμα και στην αγορά των τροφίμων. Είδαμε τα χασάπικα που ειδικεύονται στο είδος του κρέατος. Το κάθε ένα είχε κρεμασμένο πάνω από την είσοδο το κεφάλι του ζώου του οποίου το κρέας πουλούσε!! Εκεί είδαμε και το κεφάλι καμήλας. Και φυσικά φρούτα. Και παντού χουρμάδες. Συσκευασμένοι, χύμα, φτηνοί, ακριβοί, άντε να ξέρεις για να βγάλεις άκρη. Το αφήσαμε για άλλη φορά μπας και γίνουμε σοφότεροι επί του θέματος πριν ψωνίσουμε.
Είχε σουρουπώσει όταν με ένα αμαξάκι γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστούμε για την «Βεδουίνοι» βραδιά. Το πούλμαν μας πήγε περίπου μισή ώρα μακριά σε μιαν άλλη όαση όπου έχει στηθεί μια άνευ προηγουμένου τουριστική επιχείρηση-ατραξιόν. Στην είσοδο δύο έφιπποι Βεδουίνοι με όλη τους την εξάρτηση. Πολύχρωμα ρούχα, σπαθιά, μαχαίρι και πυρσούς. Περάσαμε την πύλη και βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο χώρο με κήπους και εγκαταστάσεις. Βέβαια είχε νυχτώσει και βλέπαμε μόνο ότι φαίνονταν στο φως των πυρσών.
Ομάδες μουσικών μας υποδέχτηκαν με μουσικές και τραγούδια. Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από μουσικούς με διαφορετικές στολές και όργανα. Σε κάποιες περιπτώσεις ανήκαν και σε διαφορετικές φυλές. Τοποθετημένοι στους διαδρόμους των κήπων σε απόσταση κάποιων μέτρων η μία από την άλλη έπαιζαν τις μουσικές τους, φτιάχνοντας το «κλίμα» της βραδιάς. Μπήκαμε σε μια πολύ μεγάλη τέντα όπου γύρω γύρω γυναίκες-«ηθοποιοί» ασχολούνταν με τις διάφορες παραδοσιακές ασχολίες των γυναικών της ερήμου. Γνέσιμο, ύφανση, μαγείρεμα, περιποίηση παιδιών, καλλωπισμός κλπ.
Μετά πήγαμε σε ένα ανοικτό κυκλικό χώρο όπου ιππείς έκαναν ακροβατικά με τα άλογά τους, κόλπα με φωτιές και άλλα τέτοια θεαματικά. Τέλος πήγαμε στην τεράστια τέντα-εστιατόριο. Κάτσαμε σε χαμηλά τραπεζάκια και άρχισε να έρχεται το φαΐ. Γίνεται μια προσπάθεια να έχει κάποια παραδοσιακά εδέσματα όπως το γνωστό κους κους και κάποιες σχετικά καυτερές σαλάτες. Γενικά το φαΐ ήταν σε καλό επίπεδο και το κρασί σε ακόμα καλύτερο. Εδώ να πω ότι τα Τυνησιακά κρασιά που δοκιμάσαμε σε όλο το ταξίδι μας ήταν από τα καλύτερα που έχω πιει ποτέ μου. Απλά υπέροχα!

 Στο κέντρο της τέντας υπήρχε μια μεγάλη σκηνή από όπου παρέλασαν όλοι οι μουσικοί που είχαμε δει στους κήπους παίζοντας τα δικά τους κάθε φορά κομμάτια, χορευτές και χορεύτριες του χορού της κοιλιάς, διάφοροι χορευτές-ζογκλέρ με διάφορα αντικείμενα όπως σπαθιά, όπλα, πιάτα, διάφορα πήλινα αντικείμενα (κιούπια), φωτιές κ.ά. Γενικά το σόου είχε πολύ λίγα να προσφέρει και κάποιες στιγμές ήταν βαρετό. Ευτυχώς δεν έχουν την κακιά δική μας συνήθεια των εκατοντάδων ντεσιμπέλ και έτσι μπορούσες να μιλήσεις και γενικά δεν υπόφεραν  τα αυτάκια μας. Μια κυρία ντυμένη με τα καφτάνια της γύρναγε στα τραπέζια και έκανε τατουάζ χένας με αντίτιμο 5 δηνάρια (περίπου 2,5 ΕΥΡΩ). Φυσικά όλες οι κυρίες της παρέας, μικρές και λίγο μεγαλύτερες, έγραψαν στο μπράτσο τους το όνομά τους στα αραβικά (αυτό θα πει ναρκισσισμός. Ούτε μία το όνομα του καλού της!) Αργά το βράδυ, κουρασμένοι από την τόσο γεμάτη μέρα μας γυρίσαμε κι πέσαμε ψόφιοι για ύπνο.

ΗΜΕΡΑ 3η
Η Τρίτη μέρα στην Τυνησία ήταν καθαρή χωρίς βροχή με λίγα μόνο συννεφάκια σκόρπια σε έναν ουρανό με καταπληκτικά χρώματα και έναν ορίζοντα ανεπανάληπτο.
Μετά το πρωινό κατεβήκαμε για λίγο στην πόλη, κάναμε κάτι «λίγα» ψώνια ακόμα και λίγο πριν το μεσημέρι γυρίσαμε για να φύγουμε για μια μοναδική βόλτα στα ορεινά αυτή τη φορά.
Στην Τυνησία καταλήγουν οι ανατολικές απολήξεις της οροσειράς του Άτλαντα, της οροσειράς που καθορίζει τη ζωή σε ολόκληρη την βορειοδυτική Αφρική. Στην οροσειρά αυτή εξορύσσεται πολύ μεγάλη ποσότητα ορυκτών του φωσφόρου. Τα ορυκτά αυτά αποτέλεσαν από παλιά και συνεχίζουν να αποτελούν μια πολύ σημαντική πηγή πλούτου για τη χώρα.
Σε εποχές παλιότερες ο  Μπέης της Τύνιδας  θέλοντας να έχει εύκολη πρόσβαση για τη μεταφορά των ορυκτών αλλά και για επιθεώρηση των ορυχείων του έφτιαξε μια σιδηροδρομική γραμμή που ξεκινάει από την πόλη Metlaoui και σέρνεται μέσα στα φαράγγια της οροσειράς μέχρι τα ορυχεία αλλά και λίγο παραπάνω. Φυσικά για τον εαυτό του έφτιαξε και ένα μικρό τρένο, που φρόντισε να στολίσει τα όμορφα ξύλινα βαγόνια του με δερμάτινα καθίσματα και σαλόνια για αυτόν και την ακολουθία του, τουαλέτες με ζωγραφισμένα πορσελάνινα είδη υγιεινής και γενικά πολυτέλεια που δεν υπήρχε βέβαια στα τελευταία βαγόνια όπου στοιβάζονταν το προσωπικό και οι στρατιώτες της προσωπικής του φρουράς. Το τρένο αυτό λόγω του σκούρου κόκκινου χρώματός του είναι γνωστό σαν «κόκκινη σαύρα». Με το τρένο αυτό επρόκειτο εκείνη τη μέρα να κάνουμε την διαδρομή του Μπέη, όχι για να επιθεωρήσουμε τα ορυχεία, αλλά για να θαυμάσουμε το υπέροχο τοπίο.
Λίγο πριν το μεσημεράκι ξεκινήσαμε και περίπου μετά από μία ώρα φτάσαμε στην Metlaoui, έχοντας περάσει από χωριά με σπίτια που έμοιαζαν σύγχρονα χωρίς καθόλου χρώμα και τους άντρες να είναι σε ομάδες ή στα καφενεία ή έξω από τα σπίτια καθισμένοι κάτω στο χώμα. Η παρουσία τόσων ανδρών σε εργάσιμες μέρες και ώρες έδειχνε για μένα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, πράγμα που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να το επιβεβαιώσει ο αρχηγός, ο οποίος δήλωνε άγνοια.
Πήγαμε κατευθείαν στο εστιατόριο όπου θα τρώγαμε.
Μετά το φαΐ πήγαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου η «Κόκκινη Σαύρα» περίμενε τους σύγχρονους «Μπέηδες» και τις παρέες τους για να τους μεταφέρει ψηλά στα βουνά. Δίπλα του στη διπλανή γραμμή ένας άλλος συρμός με φορτηγίδες γεμάτες με το πολύτιμο ορυκτό που έχει ένα σκούρο γκρι-κόκκινο χρώμα. Η αναμονή μέχρι την αναχώρηση ήταν πάνω από μισή ώρα στη διάρκεια της οποίας βγάλαμε άπειρες φωτογραφίες σε όλα τα βαγόνια του τρένου αλλά και έξω στο σταθμό, φορέσαμε τις τεράστιες μαντίλες προσπαθώντας να θυμηθούμε πως μας είχαν δείξει ότι γίνεται και φυσικά γελάσαμε με την  ψυχή μας. Σε λίγο το τρένο ξεκίνησε περνώντας μέσα από την πόλη και τα προάστιά της που ήταν γεμάτα χαμόσπιτα και βγήκε στην έρημο. Μπροστά μας και σε μικρή απόσταση φαινόταν ο προορισμός μας. Τα βουνά. Στην περιοχή αυτή που βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλγερία τα βουνά είναι κατάξερα.
Τα προσεγγίσαμε και αρχίσαμε να μπαίνουμε στα φαράγγια της οροσειράς. Το βραχώδες έδαφος είναι σχισμένο σε βαθιά φαράγγια, στο βάθος των οποίων κυλά ένα ποτάμι με σκούρα γκρι, σχεδόν μολυβί νερά. Προφανώς τα εδάφη που διαβρώνει το νερό είναι φωσφορούχα και έτσι η λάσπη έχει αυτό το χρώμα. Το τοπίο είναι πραγματικά μοναδικό.

Η αγριάδα του σε συνδυασμό με το νερό που τρέχει δίπλα μας δίνει μια αίσθηση που σε καθηλώνει. Κάναμε δυο πολύ μικρές στάσεις ίσα να κατέβουμε για δυο τρεις φωτογραφίες και σε λίγο το φαράγγι δίνει τη θέση του σε ένα αρκετά εύφορο οροπέδιο με κήπους και ελιές.
Σε λίγο φάνηκαν και τα ορυχεία λίγο πιο ψηλά από τη γραμμή του τρένου και εμείς συνεχίσαμε για λίγα χιλιόμετρα ακόμα μέσα στο οροπέδιο μέχρι ένα μικρό σταθμό από όπου ξεκίνησε η επιστροφή μας.
Άλλες δύο στάσεις σε διαφορετικά σημεία του φαραγγιού όπου είδαμε και ανθρώπους, προφανώς από κοντινά χωριά που δεν φαίνονται από το τρένο. Φτάσαμε στο τέρμα και με το πούλμαν φύγαμε χωρίς καθυστέρηση για να μην χάσουμε το «αξιοθέατο» που ακούσει στο όνομα ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ DAR CHERAIT. Βρίσκεται στην Tozeur και απ’ότι μας είπε ο αρχηγός ανήκει στον Δήμαρχο της πόλης (!!!). Ο Θεός να κάνει αυτό το πράγμα Μουσείο και τα εκθέματά του Τέχνη. Τίποτα εκεί μέσα δεν είναι αληθινό. Απομιμήσεις και μάλιστα πολύ κακόγουστες. Προσωπικά δεν έχω τίποτα με τις απομιμήσεις. Έχω δει αναπαραστάσεις κτιρίων αλλά και ολόκληρων πόλεων καθώς και σκηνές με κάποιο θέμα που ήταν πραγματικά αριστουργήματα. Εκεί όμως μόνο γέλιο μπορούσε να σου προκαλέσει. Βέβαια σε κάποιους άρεσε αλλά περί ορέξεως….. Είναι χωρισμένο σε 3 μέρη.
Το ένα τμήμα παρουσίαζε μερικούς μύθους από τις χίλιες και μια νύχτες. (Έπρεπε να φωνάξουμε όλοι μαζί «Σουσάμι άνοιξε» για να ανοίξει ο βράχος!!!!). Το άλλο προσπαθούσε να αναπαραστήσει τη ζωή στα Βερβέρικα χωριά της ερήμου και ήταν το πιο καλόγουστο τμήμα και στο τρίτο και τελευταίο έπρεπε να υποστούμε την πιο κακόγουστη αναπαράσταση της Καρχηδόνας πριν και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση αλλά και όλη την ιστορία των 3000 χρόνων της χώρας. Κυριολεκτικά πεταμένα λεφτά. Το καφενεδάκι στο αίθριο του κτιρίου ήταν το πιο όμορφο και καλόγουστο κομμάτι της ατραξιόν. Και μάλιστα …ξεκούραστο! Έτσι «θαυμάσια» τέλειωσε η τελευταία μέρα μας στο νότο, την περιοχή της ερήμου. Η άλλη μέρα είχε πολλά χιλιόμετρα ταξίδι προς το Βορρά, το πιο «Ευρωπαϊκό» κομμάτι της χώρας.

2. ΒΟΡΡΑΣ, Η ΤΥΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ



ΗΜΕΡΑ 4η

Ξημέρωσε η τελευταία μέρα του χρόνου. Γύρω στις 11.00, μετά από μια μεγάλη καθυστέρηση που είχε την αιτία της σε κακή συνεργασία του πρακτορείου με το ξενοδοχείο, φορτώσαμε και ξεκινήσαμε.
Περάσαμε από γνώριμα μέρη από τις δύο προηγούμενες μέρες και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τα βόρεια. Όσο «ανεβαίναμε» άρχιζε να αλλάζει το τοπίο. Οι αλλαγές αυτές φαίνονταν πολύ σιγά αλλά ήταν εντυπωσιακές. Στις δύο πλευρές του δρόμου που ήταν μεν στενός αλλά Εθνική, υπήρχαν ευκάλυπτοι. Ο αρχηγός μας ενημέρωσε ότι τους καλλιεργούν για την παραγωγή ευκαλυπτέλαιου. Ακόμα υπήρχαν κάποιοι πολύ ιδιόμορφοι φράχτες φτιαγμένοι από τα φύλλα της χουρμαδιάς. Σκοπός τους είναι να εμποδίσουν την άμμο να μπει στο δρόμο και να δημιουργήσει προβλήματα.
Κάναμε μια στάση στο χωριό Jilma για καφέ και βέβαια ψώνια και συνεχίσαμε. Τώρα το έδαφος είχε γίνει πιο εύφορο. Άρχισαν οι καλλιέργειες.
Άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ελιές. Ακόμα καλλιέργειες φραγκοσυκιάς από τον καρπό της οποίας φτιάχνουν θαυμάσια μαρμελάδα. Τις φραγκοσυκιές τις χρησιμοποιούν και για φράχτες και φυσικά τις εκμεταλλεύονται. Οι ελιές είχαν γίνει κιόλας πάρα πολλές κάτι που θα το βλέπαμε σε λίγο στον υπερθετικό του βαθμό. Τόσες πολλές ελιές, δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Όλες στοιχισμένες άψογα. Βέβαια δεν είδαμε καθόλου μεγάλα σε ηλικία και μέγεθος δέντρα. Όλα μικρά και χαμηλά κάτι που διευκολύνει αφάνταστα τη συγκομιδή. Η εικόνες που πέρναγαν μπροστά από τα μάτια μας δικαιολογούν απόλυτα την άποψη ότι η Τυνησία είναι μέσα στην πεντάδα όσον αφορά την παραγωγή λαδιού στον κόσμο. Είχαμε πια αφήσει την έρημο πολύ πίσω μας. Ένα γνώριμο μεσογειακό τοπίο με το έδαφος να είναι καλυμμένο με καλλιέργειες όπου ήταν δυνατόν, αφήνοντας για την άγρια βλάστηση μόνο τα κομμάτια αυτά που ήταν βραχώδη ή σε απότομες κλίσεις στους γύρω από τον δρόμο λόφους. Έτσι φτάσαμε στο Kairouan. Την Ιερή πόλη των Μουσουλμάνων της Τυνησίας. Οι Τυνήσιοι είναι μουσουλμάνοι αλλά όχι από τους πολύ φανατικούς. Σ’αυτό έπαιξε ρόλο και η πολιτική κοσμικού κράτους  που ακολούθησε ο πρώτος πρόεδρος της χώρας Χαμπίμπ Μουργκίμπα μετά την κατάργηση του καθεστώτος του Προτεκτοράτου της Γαλλίας και της ίδρυσης της Δημοκρατίας το 1957..
Στην πόλη αυτή βρίσκεται το 3ο μεγαλύτερο τέμενος της Αφρικής. Δυστυχώς είχε σουρουπώσει για τα καλά όταν φτάσαμε και το μόνο που μπορούσαμε να δούμε ήταν το υπέροχα φωτισμένο εξωτερικό του. Πρόκειται για κτίσμα του 7ου αιώνα σε μορφή κάστρου. Τετράπλευρο, με υπέροχες πύλες για την είσοδο των πιστών και τον μιναρέ με το εντυπωσιακό του μέγεθος και σχήμα. Μου είχε κάνει εντύπωση τις προηγούμενες μέρες ότι οι μιναρέδες στην Τυνησία δεν έχουν το γνωστό από άλλες χώρες κυλινδρικό σχήμα αλλά παραλληλεπίπεδο που θυμίζει πολύ τα δικά μας καμπαναριά. Έτσι και στο Kairouan ο μιναρές έχει το ίδιο σχήμα.
Λίγο πιο κάτω από το Τέμενος υπάρχουν δύο πολύ μεγάλες κυκλικές ανοικτές δεξαμενές φτιαγμένες από τους άραβες που διοικούσαν την Τυνησία τον 9ο μ.Χ. αιώνα τους Αγκλαβίδες. Οι δεξαμενές αυτές φτιάχτηκαν για την ύδρευση της πόλης και το εντυπωσιακότερο στοιχείο τους είναι τα φίλτρα. Στα εσωτερικά κάθετα τοιχώματα υπάρχουν ακτινωτά γύρω γύρω εξογκώματα τα οποία περιέχουν άμμο. Με ένα ευφυές υδραυλικό σύστημα το νερό πριν φύγει από τη μια δεξαμενή για την άλλη και από εκεί για την πόλη περνούσε μέσα από την άμμο και φιλτράρονταν, παρέχοντας έτσι στους κατοίκους της πόλης καθαρό υγιεινό νερό. Η επίσκεψη στην ιερή πόλη τέλειωσε με τι άλλο; Με ψώνια. Η Kairouan εκτός από ιερή πόλη είναι και η πόλη των χαλιών.
Έτσι μας πήγαν σε εργαστήριο όπου ένας πανέξυπνος ντόπιος σε αρκετά καλά ελληνικά μας παρουσίασε μερικές δεκάδες χαλιά. Θύμιζε Δ. Μοιραράκη στο αρσενικό (την ανέφερε και μία φορά αστειευόμενος). Μερικά από τα χαλιά ήταν πραγματικά πολύ όμορφα. Έγιναν οι αγορές και φύγαμε. Δυστυχώς λόγω της πρωινής καθυστέρησης στην αναχώρησή μας εκτός του ότι δεν προλάβαμε το Τέμενος ανοικτό δεν υπήρχε χρόνος για επίσκεψη και στην πόλη El Jem όπως ήταν προγραμματισμένο όπου υπάρχει το πολύ καλό ρωμαϊκό «αντίγραφο του Κολοσσαίου». Το κανονίσαμε όμως για την επομένη. Από την Kairouan γραμμή για το ξενοδοχείο μας που βρισκόταν στην περιοχή της παραθαλάσσιας και πολύ τουριστικής πόλης Sousse, στο γεμάτο ξενοδοχεία Port El Kantaoui. Αφού τακτοποιηθήκαμε στο πεντάστερο ξενοδοχείο μας ετοιμαστήκαμε για το γιορταστικό πρωτοχρονιάτικο δείπνο μας και στη συνέχεια πήγαμε για χορό στο club του ξενοδοχείου όπου ήπιαμε τα ποτά μας αλλάξαμε το χρόνο και χορέψαμε λίγο πριν αποσυρθούμε στα δωμάτιά μας ψόφιοι από την τόσο κουραστική μέρα.

ΗΜΕΡΑ 5η

Η πρώτη μέρα του 2008 μας βρήκε μετά το πρωινό στο δρόμο για την El Jem. Το εξαιρετικά διατηρημένο αμφιθέατρό της είναι από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της χώρας.
Χτισμένο από τους Ρωμαίους τον 3ο  αιώνα είναι το τρίτο μεγαλύτερο του Ρωμαϊκού κόσμου.
Αρκετά μεγάλο με το εσωτερικό του, σε αντίθεση με το Κολοσσαίο, σε αρκετά καλή κατάσταση
περιβάλλεται από πεζόδρομους γεμάτους με μαγαζιά με τουριστικά είδη και αντίκες. Κάναμε την επίσκεψή μας, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και κάτσαμε για ένα καφέ. Μετά τον καφέ ξεκινήσαμε για τη Sousse. H Sousse είναι από τα σημαντικότερα θέρετρα της Τυνησίας. Ζει κυριολεκτικά από τον τουρισμό. Πάρα πολλά ξενοδοχεία, γήπεδα γκολφ, τουριστικές ατραξιόν όπως
τα αντίγραφα των πειρατικών πλοίων ή των Ρωμαϊκών γαλέρων που κάνουν βόλτα τους τουρίστες μέσα στον κόλπο, λούνα παρκ και άλλα πολλά και άκρως τουριστικά. Στο κέντρο της πόλης, δίπλα στο λιμάνι ένα μικρό κάστρο και μετά η Μεντίνα, η αγορά με τα στενά σουκς, τα δρομάκια γεμάτα μαγαζιά που σχεδόν στο σύνολό τους είναι για τον τουρίστα. Κάτι σαν την Αδριανού στην Πλάκα. Παρόλα αυτά αν είχες τα μάτια ανοικτά μπορούσες να δεις και κάποια μαγαζιά που μόνο για τουρίστες δεν ήταν. Ένα μικρό με πολλά είδη ελιάς, ένα άλλο με μπαχαρικά,
ένα πολύ όμορφο καφενείο γεμάτο με ντόπιους και ούτε δείγμα από τουρίστες, η είσοδος ενός χαμάμ που έμοιαζε περισσότερο με είσοδο σπιτιού κλπ. Έξω από τη Μεντίνα το Τέμενος. Το γνωστό σαν Ribat. Και λίγα μέτρα πιο κει ο σύγχρονος μεγαλοπρεπής ναός. Αυτός του εμπορίου. Το τριώροφο εμπορικό κέντρο Soula center. Ότι μπορεί να βάλει ο νους του τουρίστα εκεί μέσα. Και σε τιμές χαμηλότερες αλλά και χωρίς παζάρι. Ίσως έξω μπορούσες να πετύχεις τις ίδιες τιμές μετά από σκληρό παζάρι και θα σου έμενε και η ευχαρίστηση. Αλλά στην εποχή του άκρατου καταναλωτισμού ποιος τα κοιτάει αυτά;
Είχε βραδιάσει όταν με ένα ταξί γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, δειπνήσαμε και τελειώσαμε τη μέρα μας με μια βόλτα στο λιμανάκι του Port El Kantaoui. Μοιάζει πολύ με τα δικά μας τουριστικά λιμάνια τα γεμάτα κότερα, όπως αυτό του Πυθαγορείου στη Σάμο.

ΗΜΕΡΑ 6η

Την τελευταία μέρα μας στην Τυνησία, μετά το πρωινό, φορτώσαμε τα πράγματα στο πούλμαν και ξεκινήσαμε για ακόμα πιο βόρεια. Φεύγοντας από το ξενοδοχείο βλέπαμε το άλλο πρόσωπο της Τυνησίας. Αυτό των πλουσίων. Βίλες με απίθανους κήπους και πισίνες, πάρκα και δρόμοι με πολλά δέντρα και βέβαια παντού πεντακάθαρα. Η «Ευρωπαϊκή» Τυνησία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Μπήκαμε πια και στον αυτοκινητόδρομο με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά ρεύμα, αρκετή έως πολύ κίνηση και φυσικά διόδια. Είχαν κάνει την εμφάνισή τους και οι αμπελώνες από τους οποίους παράγονται τα καταπληκτικά κρασιά που απολαύσαμε όλες αυτές τις μέρες. Όσο πηγαίναμε προς τα βόρεια ήταν και πιο μεγάλοι. Σε πολλά σημεία το τοπίο με τους αμπελώνες και τα κτίσματα μέσα σε αυτά θύμιζε Ιταλία μιας και όλη η διαδικασία της αμπελοκαλλιέργειας ήταν κάποτε στα χέρια πλούσιων Ιταλών και κατά δεύτερο λόγο, Γάλλων μεγαλοκτηματιών. Σιγά σιγά μπήκαμε στα προάστια της πρωτεύουσας, της Τύνιδας. Μεγαλούπολη με όλα τα συν και μείον των μεγάλων αστικών κέντρων με βασικότερο κακό βέβαια το κακό των ημερών μας, φοβερή κίνηση και καυσαέριο. Το λιμάνι της μεγάλο και το παλιό κομμάτι του απ’όσο μπορέσαμε να δούμε γραφικό. Πολύ μεγάλα έργα οδοποιίας βρίσκονταν σε εξέλιξη δυσκολεύοντας τα πράγματα ακόμα πιο πολύ. Σε κάποιο σημείο πήραμε τον Χακίμ, τον ξεναγό μας γι αυτή τη μέρα. Προσπεράσαμε την πόλη και κατευθυνθήκαμε προς τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Καρχηδόνας. Οι Φοίνικες τον 9ο π.Χ. αιώνα ίδρυσαν εκεί μια αποικία η οποία με την πάροδο του χρόνου έγινε μια μεγάλη εμπορική και οικονομική δύναμη. Στη διάρκεια των 3ου και 2ου π.Χ. αιώνα έγιναν οι Καρχηδονικοί πόλεμοι μεταξύ της Καρχηδόνας και της Ρώμης. Με τον μεγάλο της στρατηλάτη Αννίβα (Hannibal) τα έβαλε με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία φτάνοντας στο σημείο να πολιορκήσει τη Ρώμη!! Οι πόλεμοι αυτοί τέλειωσαν με την πτώση της Καρχηδόνας και την αναπόφευκτη καταστροφή της.
Φτάσαμε στον Αρχαιολογικό χώρο όπου στο λόφο της Βύρσα δεσπόζει ο Ναός του Αγ. Λουδοβίκου (!!!), του Γάλλου βασιλιά που πέθανε από πανώλη το 1270 στην περιοχή αυτή.  Τα ερείπια της Αρχαίας Καρχηδόνας έχουν σήμερα ελάχιστα να διηγηθούν από την πολυτάραχη ιστορία της περιοχής. Την καταστρέψανε και την κάψανε τόσες φορές που δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα. Τα θεμέλια και οι βάσεις κάποιων κιόνων οριοθετούν τις θέσεις κάποιων κτιρίων. Και το ερώτημα έρχεται αυτόματα στα χείλη μας. Αυτή είναι η Καρχηδόνα, ο φόβος και ο τρόμος της εποχής της; Τι να απαντήσει κανείς; Μόνο να καταλάβει ποια είναι η μοίρα των ισχυρών και αλαζονικών δυνάμεων. Ευτυχώς το πολύ αξιόλογο μουσείο μας αποζημίωσε.
Πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα (ψηφιδωτά, τάφοι με κτερίσματα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αρχαία μουσικά όργανα και άλλα πολλά) εκτεθειμένα με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Από τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας πόλης κατεβήκαμε στην σύγχρονη καταπράσινη Καρχηδόνα όπου βρίσκεται ένα ακόμα αρχαιολογικό αξιοθέατο. Το πολύ μεγάλο συγκρότημα των ρωμαϊκών λουτρών του Αντωνίνου.
Σώζονται μεγάλα τμήματα της τοιχοποιίας και αυτό τα κάνει πολύ σημαντικά. Μετά την Καρχηδόνα σειρά είχε το παραθαλάσσιο χωριό Sidi Bou Said, χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω από τη θάλασσα
με στενά πλακόστρωτα και σπίτια λευκά με γαλάζια πορτοπαράθυρα. Όλοι οι οδηγοί συγκρίνουν το Sidi Bou Said με τις Κυκλάδες. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι ομοιότητες αρχίζουν και τελειώνουν στα χρώματα. Η αρχιτεκτονική και κυρίως η διακόσμηση των παράθυρων με τα καφασωτά και τα περίτεχνα κάγκελα και των θυρών με τα καρφιά είναι καθαρά αραβική. Ανεξάρτητα από τις ομοιότητες που πιθανά αναζητεί καθένας, το χωριό είναι πανέμορφο. Στενά δρομάκια, καμάρες, λουλούδια και πολύ κόσμο. Είναι από τα πιο κοσμικά σημεία της Τυνησίας. Φιλοξενεί όμως και ένα ερευνητικό κέντρο από τα πιο αξιόλογα στον κόσμο. Το κέντρο μελέτης της μουσικής της Μεσογείου και ειδικά της Αραβικής. Έχει και ένα μουσείο μουσικών οργάνων που δυστυχώς όση ώρα βρισκόμασταν στο χωριό ήταν κλειστό για μεσημέρι. Πραγματικά κρίμα!
Η επόμενη στάση ήταν πάλι Μουσείο. Αλλά τι Μουσείο. Από τα πιο αξιόλογα του κόσμου. Μουσείο Bardo (καμιά σχέση με την σταρ). Πρώτα απ’όλα το ίδιο το κτίριο είναι μοναδικό. Παλιό αρχοντικό της εποχής της αποικιοκρατίας (κατοικία του Μπέη της Τύνιδας), με πάρα πολλά αραβικά στοιχεία
και στην αρχιτεκτονική και στη διακόσμηση. Οι κήποι γύρω του πανέμορφοι. Γιατί όμως είναι τόσο αξιόλογο; Φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συλλογή Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών ψηφιδωτών στον κόσμο! Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς αυτό που βλέπει.
Εκατοντάδες ψηφιδωτά της ανώτερης τέχνης στους τοίχους, στα πατώματα, παντού. Από πολύ μικρά αλλά πανέμορφα, μέχρι ολόκληρα δάπεδα από τα δωμάτια των Ρωμαίων πλουσίων της Τυνησίας. Και όλα αυτά μέσα σε δωμάτια με αραβουργήματα στα ταβάνια και τους τοίχους, σιντριβάνια και χλιδή. Και εκεί που θαυμάζαμε με ανοικτό το στόμα αυτόν τον πλούτο ξαφνικά έσβησαν τα φώτα. Όχι από κάποια βλάβη αλλά απλά γιατί ήταν 4.30 μ.μ. και το Μουσείο έκλεινε!!! Χωρίς καμιά προειδοποίηση, μας έβγαλαν έξω και ας φωνάζαμε ότι αυτή δεν είναι συμπεριφορά. Μερικοί έβριζαν κιόλας την Τυνησία και την τύχη τους που τους έφερε εκεί! Μιας και δεν παίρνανε από λόγια αναγκαστήκαμε να φύγουμε χωρίς να ψωνίσουμε τίποτα (μέγα λάθος μιας και τα λευκώματα και τα βιβλία δεν θα τα βρίσκαμε πουθενά αλλού) από το πωλητήριο που συνέχισε να μένει ανοικτό. Με αυτή τη δυσάρεστη εμπειρία φύγαμε από το, ίσως, σημαντικότερο αξιοθέατο αυτής της χώρας. Μπήκαμε στην πόλη της ώρα του σούρουπου που άρχισαν να ανάβουν τα φώτα. Κουρασμένοι κάναμε μια βόλτα και κάτσαμε για καφέ. Κάποιοι από την παρέα πετάχτηκαν μέχρι την Μεντίνα της Τύνιδας. Πολύ μεγάλη και πολύ τουριστική θύμιζε σύμφωνα με τα λεγόμενά τους της αντίστοιχη της Sousse.
Περίπου μια ώρα από την Τύνιδα είναι η πόλη Monastir. Εκεί βρίσκεται το μαυσωλείο του Χακίμπ Μπουργκίμπα (και όλης του της οικογενείας) και το αεροδρόμιο της αναχώρησής μας. Νύχτα πια σταματήσαμε έξω από το μαυσωλείο με τον θαυμάσιο διάκοσμο και τον υπέροχο φωτισμό που φυσικά ήταν κλειστό. Βγάζαμε φωτογραφίες όταν ένας φύλακας πίσω από τα κάγκελα της εισόδου μας είπε αν θέλουμε να μπούμε να δούμε το μνημείο από μέσα!!!! Απίστευτο και όμως αληθινό. Αν το συγκρίνει κανείς με το τι είχε συμβεί νωρίτερα στο Μουσείο νιώθει ότι είναι αδύνατο να κατανοήσει την αντιφατική συμπεριφορά αυτού του λαού.
Μπήκαμε μέσα, είδαμε τον τάφο του Μπουργκίμπα αλλά και των συγγενών του, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες μέσα και έξω από το μνημείο και αφού δώσαμε το μπαξίσι του στον πρόθυμο φύλακα αναχωρήσαμε για το αεροδρόμιο. Στη 1.05 της νέας μέρας (περασμένα μεσάνυχτα δηλ.) το αεροπλάνο της Tunis air Hannibal απογειώθηκε και σε λιγότερο από δύο ώρες προσγειώθηκε στο Ελ. Βενιζέλος. Ήταν άγρια χαράματα όταν τα κουρασμένα μας κορμιά συνάντησαν τα γνώριμά τους κρεβατάκια και στα χέρια του Μορφέα πια, αιωρούμενοι κάπου πάνω από τη Μεσόγειο, δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε αν βρισκόμασταν ακόμα στη χώρα του Αννίβα ή στον τόπο μας!

Περισσότερες φωτογραφίες: https://picasaweb.google.com/dsmfiot/TUNISIAPart12831122007 και https://picasaweb.google.com/dsmfiot/TUNISIAPart21212008 

1η δηνοσίευση: http://www.travelstories.gr/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%E1%F6%F1%E9%EA%DE/738-%F4%F5%ED%E7%F3%DF%E1-%EA%E1%E9-%F3%E1%F7%DC%F1%E1-%EA%E1%E9-%EC%E5%F3%FC%E3%E5%E9%EF%F2.html



3 σχόλια:

  1. Τα αφιερώματά σου φίλε Δήμο αποτελούν ζηλευτούς ταξιδιωτικούς οδηγούς!
    Συγχαρητήρια!

    ΥΓ. Το αναδημοσιευουμε στη στήλη "ΕΜΦΑΣΗ" που βρίσκεται στη δεξιά κάθετη μπάρα του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ και για την παρουσίαση και για τα καλά σου λόγια!

      Διαγραφή
  2. Μπουργκίμπα το καθίκι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...