28 Νοεμβρίου 2019
Ο «Γηρυόνης» ήλθε και αμόλησε τα νερένια του βόδια, που τα κάνανε μαντάρα σε πολλές περιοχές της χώρας. Πολύ
νερό! Και μπορεί εμείς στην Αθήνα να μην είχαμε σοβαρά προβλήματα αλλά
μουχλιάσαμε. Έτσι, σαν βγήκε την Τετάρτη ο ήλιος, το αποφασίσαμε. Αύριο πάμε
βόλτα.
Από
καιρό σκεφτόμουνα μια ημερήσια στα χωριά του Ανατολικού Παρνασσού. Όχι πως δεν
έχουμε πάει αλλά κάποια πράγματα δεν τα είχαμε δει, όπως είναι και πολλά ακόμα
που πρέπει να δούμε, στην ίδια περιοχή.
Ξεκινήσαμε,
όχι και πολύ νωρίς και μεσημέρι, οδηγώντας στο δρόμο Λειβαδιάς-Λαμίας, στρίβαμε
αριστερά για Δαύλεια.
Παρακάμψαμε
το χωριό με προορισμό τη «Γερσαλή», δηλαδή ο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου,
Ιερουσαλήμ..
Έξω
από το χωριό το GPS μας έστειλε δεξιά για
να διαπιστώσουμε σε λίγο πως είχαμε μπει σε πολύ κακοτράχαλο δασικό δρόμο,
ανάμεσα σε ελιές. Σε πολλά σημεία είχε και λάσπη, αλλά ευτυχώς όχι πολύ. Αφού
ταλαιπωρήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα κύκλο κάποιων χιλιομέτρων, βγήκαμε στον
ασφάλτινο δρόμο σε ένα σημείο,
που
κάποιος έχει φτιάξει μια τεράστια μαρμάρινη πύλη, έτσι στο πουθενά. Στο πάνω
μέρος της μάλιστα αχνοφαίνεται μια επιγραφή: «ΟΥ ΑΕΙ ΤΟ ΖΕΙΝ ΑΛΛΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΕΙΝ»,
γραμμένη με αρχαιοελληνική «γραμματοσειρά» (!!!!!!!!!!!!!!!!!!)
Πήραμε
το δρόμο αυτόν και σε λίγα λεπτά φτάσαμε στο μοναστήρι, που είναι στις πλαγιές
του Παρνασσού σε υψόμετρο περίπου 900μ και γύρω στα 5χμ από τη Δαύλεια
Το
μοναστήρι θυμίζει «καστρομονάστηρο» με τα κτίρια των κελιών να προστατεύουν το
συγκρότημα απ’ όλες τις μεριές, σαν τείχη.
Όλες
οι πόρτες ήταν κλειστές και δεν υπήρχε πουθενά κάποια επιγραφή με το ωράριο, όπως
συμβαίνει συνήθως.
Γυρίσαμε
στη Δαύλεια να κάτσουμε κάπου να φάμε. Αμ, δε! Καθημερινή βλέπεις, δεν έχει
επισκέπτες, δεν έχει φαΐ. Πηγαίνοντας για το μοναστήρι είχαμε δει μια τεμπέλα
για μια ταβέρνα στο δρόμο που πάει στην Αράχοβα.
Ξεκινήσαμε
για εκεί, πολύ επιφυλακτικοί για το αν θα τη βρούμε ανοικτή. Κι όμως! Η
προβατίνα στη λαδόκολλα που φάγαμε ήταν απλά «θεϊκή»!
Πριν
φύγουμε ρωτήσαμε για το μοναστήρι. Μας είπαν πως είναι ανοικτό (μέχρι τη δύση
του ηλίου), αλλά έπρεπε να χτυπήσουμε το κουδούνι, να έρθει η καλόγρια να μας ανοίξει.
Είναι μόνη της αυτή την εποχή και έτσι κλείνει.
Ξανά
πίσω να προλάβουμε τη δύση.
Όταν
βγήκαμε η μέρα είχε προχωρήσει πολύ και προβληματιστήκαμε αν έπρεπε να φύγουμε
για το σπίτι μας ή να πάμε στην Τιθορέα για καφέ, όπως είχαμε προγραμματίσει.
Τελικά αποφασίσαμε να πάμε.
Κατηφορίσαμε
μέχρι τον κεντρικό δρόμο και στρίψαμε αριστερά προς Λαμία. Φτάσαμε στην Κάτω
Τιθορέα και κάναμε αριστερά για την Τιθορέα. Ανηφορίσαμε στους πρόποδες του
βουνού μέχρι που φτάσαμε.
Βρίσκεται
στη σκιά του Παρνασσού, σε υψόμετρο 440μ και έχει περίπου 600-650 κατοίκους.
Μέχρι το 1926 λεγόταν Βελίτσα. Τότε μετονομάστηκε σε Τιθορέα, παίρνοντας το
όνομα της Αρχαίας Φωκικής πόλης που υπήρχε στην ίδια θέση.
Η
πλατεία, σε αντίθεση με όσες έχω δει μέχρι τώρα, είναι χωμάτινη. Άγνωστος ο
λόγος.
Το
σούρουπο είχε προχωρήσει για τα καλά σαν φύγαμε. Μια μικρή στάση στην είσοδο
του χωριού για λίγες φωτογραφίες του τείχους και του πύργου και δρόμο.
Το
ταξίδι της επιστροφής έγινε νύχτα. Στις 7.30, που φτάσαμε στο σπίτι μας η νύχτα
είχε πέσει για τα καλά. Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα των χειμερινών
εκδρομών. Νυχτώνει νωρίς.
Ήταν
μια πολύ όμορφη εκδρομή σε μια υπέροχη ορεινή περιοχή. Καλά νάμαστε να κάνουμε
κι άλλα τέτοια.
Θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλια σας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου